Σημειώσεις πάνω στο ζήτημα των συνόρων, των στρατοπέδων συγκέντρωσης και των μεταναστών χωρίς χαρτιά | Δεκέμβριος 2006

Η νίκη της αστικής τάξης ενάντια στη φεουδαρχία, την αριστοκρατία και την εκκλησία συνοδεύτηκε από την εδραίωση του έθνους-κράτους, τον ορισμό των συνόρων (με αρκετό αίμα να χύνεται…) και τη συνακόλουθη καταγραφή και έλεγχο της μετανάστευσης.

Από τότε μέχρι σήμερα η μετανάστευση ελέγχεται, τα σύνορα κλειστά και φυλασσόμενα, ενώ για τη διέλευσή τους χρειάζεται άδεια από το εκάστοτε κράτος. Ο αριθμός των ανθρώπων που περνούν τα σύνορα εξαρτάται από τις εκάστοτε ανάγκες κράτους και κεφαλαίου. Η κατάσταση αυτή, όπως έχει δομηθεί και οργανωθεί από τους κυρίαρχους, θέλει τους μετανάστες παράνομους (ή σε μία διαρκή ημιπαρανομία) άρα εύκολα ελέγξιμους και χειραγωγήσιμους, μισοενταγμένους στην κοινωνία της οποίας τους νόμους επιβάλλεται να τηρούν και στης οποίας την ευημερία πρέπει να συμβάλουν, μη λησμονώντας όμως ποτέ τον τίτλο του «φιλοξενούμενου» που τους αποδίδεται.

Παράλληλα με τα παραπάνω σημαντικό παράγοντα αποτελεί η κατασκευή και προώθηση ρατσιστικών και εθνικιστικών προτύπων από την κυριαρχία (ΜΜΕ, θρησκεία, σχολείο, πολιτικοί διαχειριστές) τα οποία οδηγούν στην ξενοφοβία και τη συντηρητικοποίηση της κοινωνίας (η οποία δεν έχει πάντα μία παθητική στάση, αλλά ως ένα βαθμό ενεργητική). Μία κοινωνία που είναι έτοιμη να δεχτεί την εκάστοτε στάση του κράτους (η οποία καθορίζεται ανάλογα με τα συμφέροντά του), που άλλοτε υιοθετεί ένα πολύ-πολιτισμικό, ανοιχτό και ανεκτικό στη διαφορετικότητα προσωπείο και άλλοτε κηρύσσει κυνήγι μαγισσών ενάντια σε αυτούς που «μας παίρνουν τις δουλειές, μας κλέβουν…» και δεν στοχοθετεί άλλους από αυτούς που έτυχε να γεννηθούν σε άλλο σημείο του πλανήτη.

Σε αυτό το σημείο πρέπει να τονίσουμε κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της κατάστασης που βιώνουν οι μετανάστες χωρίς χαρτιά. Πέρα από όλα τα προηγούμενα τα οποία περιγράφτηκαν οι «παράνομοι» μετανάστες αποτέλεσαν (ιδίως την δεκαετία του ’90) και αποτελούν τη φθηνή εργατική δύναμη που οικοδόμησε την «ισχυρή Ελλάδα». Είναι αυτοί που βρίσκονται στο έλεος κάθε αφεντικού μικρού ή μεγάλου, που δουλεύουν «ήλιο με ήλιο» και για πληρωμή αρκετές φορές έρχεται η απέλαση. Είναι άνθρωποι που για όλη την κοινωνία δεν υπάρχουν, είναι σκιές στους ίδιους χώρους που κινούμαστε καθημερινά. Άνθρωποι οι οποίοι ανά πάσα στιγμή μπορούν να γίνουν έρμαιο του κάθε «νόμιμου» πολίτη. Μία κατάσταση από την οποία για να μπορέσουν να εξέλθουν πρέπει να μπούνε σε έναν κυκεώνα γραφειοκρατίας μέσα στον οποίο οι διάφοροι είδους δικηγόροι, δημόσιοι υπάλληλοι, μπάτσοι κ.λ.π. βλέπουν στο πρόσωπό τους την ευκαιρία να κερδοσκοπήσουν και να επιδείξουν τη «δύναμη» και την «ανωτερότητα» που τους δίνει η θέση τους. Έτσι γίνεται κατανοητό για πιο λόγο το κράτος επιλέγει να κρατά σε κατάσταση ομηρίας («νόμιμους» ή «παράνομους») τους μετανάστες.

Βλέπουμε λοιπόν ότι οι κυρίαρχοι δημιουργούν από τη μία μεριά στρατιές απελπισμένων (οι οποίες αναγκάζονται να μεταναστεύσουν), λεηλατώντας οικονομικά τις χώρες τους, καταστρέφοντας αυτές με βομβαρδισμούς, «χερσαίες δυνάμεις» και «ειρηνευτικές αποστολές». Με τελευταίο παράδειγμα την «αντι-τρομοκρατική» σταυροφορία η οποία στοχοθετεί διαρκώς καινούργια κράτη-«ταραξίες». Ενώ από την άλλη μετατρέπουν την Ευρώπη σε ένα απόρθητο φρούριο όπου τα ναρκοπέδια (μόνο στα ναρκοπέδια του Έβρου έχουν δολοφονηθεί από το 2002 ως το 2005, 231 άνθρωποι, 23 έχουν τραυματιστεί και 39 αγνοούνται, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία) αποτελούν τα εξωτερικά τείχη της.

Φυσικά οι παραπάνω περιορισμοί αφορούν μονάχα τους απανταχού καταπιεσμένους και εκμεταλλευόμενους και όχι τους εφευρέτες (δηλαδή τους καπιταλιστές και τους πολιτικούς διαχειριστές τους) αυτών των τεχνικών ορίων, που ονομάζονται σύνορα. Όλοι αυτοί που εκφωνούν πατριωτικές κορόνες γνωρίζουν πολύ καλά ότι τα σύνορα αποτελούν ένα ακόμη διαχωριστικό όριο για τους «από κάτω», μία πολύ καλή δικλείδα ασφαλείας για τα «εσωτερικά προβλήματα» κάθε κράτους, μία κερδοφόρα επιχείρηση ανά πάσα στιγμή (trafficking, δουλεμπόριο, μεταφορά εργοστασίων και επιχειρήσεων προς αναζήτηση φθηνότερων όρων παραγωγής κ.α.). Καταλαβαίνουμε, λοιπόν, ότι όπως όλοι οι διαχωρισμοί, που επιβάλει η κυριαρχία, έτσι και τα σύνορα είναι ένα ακόμα μέσο το οποίο αποσκοπεί, πέρα από τα κέρδη, στο να κατακερματίζει τους ανθρώπινους πληθυσμούς, να τους καθυποτάσσει, να τους κρατάει δέσμιους και να τους ελέγχει. Τα σύνορα όμως δεν θα υπήρχαν αν οι ίδιοι οι καταπιεσμένοι δεν πείθονταν ότι πρέπει να τα υπερασπιστούν και να τα προστατέψουν από οποιονδήποτε ορατό (με τους ενδοκαπιταλιστικούς ανταγωνισμούς) ή αόρατο εχθρό εφήυρε ή δημιούργησε η κυριαρχία (προς χάριν των εκάστοτε σχεδιασμών ή επιδιώξεών της). Τα ιδεολογήματα που επιστρατεύτηκαν δεν ήταν και δεν είναι άλλα από τον πατριωτισμό, τον φόβο για οτιδήποτε ξένο, τον ρατσισμό, τον εθνικισμό και τον φασισμό. Ενώ οι διάφοροι μηχανισμοί προπαγάνδας και επιβολής ανέλαβαν το έργο της διάδοσης και της «πειθούς». Πραγματικά χρειάστηκε να χυθεί πολύ αίμα στο εσωτερικό των κρατικών σχηματισμών και να επιστρατευτούν όλα τα δυνατά μέσα (από το σχολείο μέχρι το στρατό, από τα μ.μ.ε. μέχρι την αστυνομία και από την εκκλησία μέχρι τους παρακρατικούς μηχανισμούς), για να γραφτεί ξανά η ιστορία και να χτιστεί η εθνική συνείδηση (σύμφωνα πάντα με την άποψη του καθεστώτος) στα κεφάλια των υπηκόων.

Κι αν τα σύνορα αποτελούν τα εξωτερικά τείχη του «δυτικού παραδείσου», στο εσωτερικό του κατασκευάζονται συνεχώς σύγχρονα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Όσοι μετανάστες καταφέρουν να εισέλθουν στην Ευρώπη, αν συλληφθούν, φυλακίζονται μέχρι να κριθεί η τύχη τους, η οποία τις περισσότερες φορές είναι απέλαση. Οι μετανάστες στοιβάζονται σε «αποθήκες» που ονομάζονται κέντρα υποδοχής ή στα γνωστά τμήματα «αλλοδαπών». Η κράτησή τους μένει μυστική, δεν επιτρέπεται η επικοινωνία τους με κανέναν ή δυσχεραίνεται όσο περνάει από το χέρι των ανθρωποφυλάκων, για να μη μάθουν τις νομικές ενέργειες που μπορούν να κάνουν για να μην απελαθούν. Κρατούνται κάτω από άθλιες συνθήκες, βιώνουν εξευτελισμούς, ενώ για όσους καταφέρουν να μείνουν στο νέο τοπίο αρχίζει μία νέα διαρκής ομηρία, η οποία περνάει μέσα από ροζ και πράσινες κάρτες. Στην Ελλάδα υπάρχουν δεκάδες χώροι κράτησης, ιδιαίτερα σε περιοχές όπου οι δουλέμποροι «ξεφορτώνουν το εμπόρευμά τους». Έτσι κι αλλιώς η δημοκρατία δε θα μπορούσε παρά να κατασκευάσει τα δικά της στρατόπεδα συγκέντρωσης μπροστά στις στρατιές των απελπισμένων, που η ίδια δημιουργεί.

Το ζήτημα λοιπόν που τίθεται πέρα από το αν οι μετανάστες είναι νόμοι ή παράνομοι, αν έχουν χαρτιά ή όχι και για ποιο λόγο αναγκάστηκαν να φύγουν από τον τόπο που γεννήθηκαν και έζησαν, είναι η ίδια η αμφισβήτηση των συνόρων, η εναντίωσή μας σε κάθε είδους στρατόπεδο συγκέντρωσης και ιδεολόγημα, που προσπαθεί να τα νομιμοποιήσει στις συνειδήσεις των ανθρώπων. Απέναντι λοιπόν σε έντεχνα επιβεβλημένα όρια και στα διαφόρου είδους ιδεολογήματα, που κατασκευάζουν διαχωρισμούς ανάμεσα στους καταπιεσμένους απαντάμε πως οι κόκκινες γραμμές που χωρίζουν τον κόσμο είναι κατασκεύασμα του κράτους και του κεφαλαίου και πως πατρίδα μας είναι όλη η γη. Τα συρματοπλέγματα, οι νάρκες, τα κελιά και οι τοίχοι είναι ένα ακόμη εμπόδιο των κυρίαρχων, το οποίο μας φράζει το δρόμο προς την ελευθερία.

Το Μεταγωγών στην Π. Ράλλη αποτελεί ένα από τα σημεία όπου συμπυκνώνεται όλο το πλέγμα που περιγράφηκε παραπάνω. Εκεί παίζεται το τελευταίο μέρος μίας στημένης παράστασης που θέλει ανθρώπους να διαχωρίζονται και να ιεραρχούνται με βάση το γεωγραφικό σημείο που έτυχε να γεννηθούν πάνω στον πλανήτη. Είναι το μέρος που ολοκληρώνεται με τον πιο ωμό τρόπο η βία του καπιταλιστικού συστήματος, που θέλει τους ανθρώπους να λογαριάζονται ως αριθμητικές μονάδες. Είναι το μέρος όπου η λέξη άνθρωπος ασφυκτιά μεταξύ των κελιών, της αστυνομικής βίας και των βασανιστηρίων. Γι’ αυτό το λόγο και επιλέγουμε να κινηθούμε προς τα εκεί. Απέναντι στη βαρβαρότητα της εξουσίας, επιλέγουμε να είμαστε πλάι με τους καταπιεσμένους, ντόπιους και μη.