Για την Εργατική Πρωτομαγιά
Το Σικάγο στα τέλη του 19ου αιώνα αποτελούσε σημείο αναφοράς για το ταξικό, επαναστατικό κίνημα. Η συγκέντρωση μεταναστών από την Ευρώπη κα η ανάπτυξη της βιομηχανίας σε συνδυασμό με την παρουσία ηγετικών μορφών του συνδικαλιστικού και αναρχικού κινήματος δημιούργησαν μια εκρηκτική συνθήκη. Οι απεργίες, οι συγκρούσεις, οι επιθέσεις της αστυνομίας στους απεργούς, οι μισθωμένοι μπράβοι από τους βιομηχάνους και οι απαντήσεις από την πλευρά των εργατών αποτελούσαν συνηθισμένα επεισόδια στον ταξικό πόλεμο που διεξαγόταν καθημερινά με όλο και πιο σκληρούς όρους. Η υπεροψία των βιομηχάνων είχε φτάσει σε τέτοιο σημείο που θεωρούσαν τους εαυτούς τους απόλυτους άρχοντες στην ίδια τη ζωή των μισθωτών (πλέον) σκλάβων τους. Χαρακτηριστικό αυτής της κατάστασης αποτελεί η άρνησή τους να εφαρμόσουν την απόφαση του νομοθετικού σώματος από το 1867 για οχτάωρη εργασία.
Σε μια τέτοια συνθήκη λοιπόν γινόταν ξεκάθαρη, με τον πιο διαυγή τρόπο, η αυταπάτη επίλυσης των προβλημάτων μέσω των θεσμικών οδών ενώ και οι προσπάθειες των γραφειοκρατών συνδικαλιστών για διαμεσολάβηση και μονομερή κατάπαυση των εχθροπραξιών έπεφταν στο κενό. Με αποτέλεσμα το σύνολο των εργατών να συνειδητοποιήσει πως η υπεράσπιση των συμφερόντων τους μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο με την υιοθέτηση πραγματικά ριζοσπαστικών πρακτικών, με τη διεξαγωγή ακυδεμόνευτών αγώνων αλλά και μέσω της σύνδεσης ενός επιμέρους αιτήματος, όπως ήταν το αίτημα για 8ωρη εργασία, με το συνολικό όραμα ανατροπής του καπιταλισμού.
Οι αναρχικοί είχαν έντονη παρουσία και βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή όχι μόνο στους αγώνες αλλά στην οργάνωση των σωματείων. Σαφώς δεν ήταν μόνο αυτοί, οι οποίοι πλήρωσαν τη συμμετοχή τους στην εξέγερση του Σικάγο. Όμως δεν είναι τυχαίο ότι όλοι οι συλληφθέντες ήταν αναρχικοί μιας και αυτοί υπήρξαν το κομμάτι εκείνο των εξεγερμένων, το οποίο εκτός από τα μερικά αιτήματα πρότασσε τη βίαιη πάλη αλλά και τη σύνδεση των μερικών αιτημάτων με τον τελικό σκοπό, που δεν ήταν άλλος από την κοινωνική απελευθέρωση.
Έτσι, οι καταπιεστές επέλεξαν να καταδικάσουν τους οκτώ (Σπάιζ, Φήλντεν, Σουώμπ, Άντολφ Φίσερ, Τζωρτζ Ένγκελς. Λούις Λινγκ, Όσκαρ Νημπ, Πάρσονς), προς παραδειγματισμό των υπόλοιπων αγωνιστών, αλλά ταυτόχρονα υποχρεώθηκαν να υποχωρήσουν σταδιακά στα μερικά αιτήματα των εργατών, ώστε να αποφύγουν την επανάληψη γεγονότων σαν αυτά της Πρωτομαγιάς του 1886. Χαρακτηριστική είναι η αγόρευση του πολιτειακού εισαγγελέα Γκρίνελ: “Δικάζεται ο Νόμος. Δικάζεται η Αναρχία. Οι άνθρωποι αυτοί διαλέχτηκαν από τους ενόρκους και θεωρήθηκαν ένοχοι γιατί ήταν ηγέτες. Δεν είναι περισσότερο ένοχοι απ’ ότι οι χιλιάδες που τους ακολουθούν. Κύριοι ένορκοι, καταδικάστε τους, κάντε τους παράδειγμα προς αποφυγήν, κρεμάστε τους και θα σώσετε τους θεσμούς μας, την κοινωνία μας”.
Διαβάζοντας κανείς τα γεγονότα που είχαν σαν αποτέλεσμα να κερδηθεί ο αγώνας για το 8ωρο αλλά και να καθιερωθεί η 1η Μάη ως μέρα μνήμης για την εργατική τάξη αντιλαμβάνεται πως τα συμπεράσματα που βγαίνουν εξακολουθούν και παραμένουν επίκαιρα. 128 χρόνια μετά βρισκόμαστε στο σημείο μια διαρκούς υποχώρησης από την πλευρά μας. Ο απονευρωμένος, βολεμένος, συντεχνιακός και πολλές φορές φιλοεργοδοτικός συνδικαλισμός αποτελεί το πιο πρόσφορο έδαφος για να επιτεθούν τα αφεντικά με όλες τους τις δυνάμεις. Ιδιαίτερα στην ελληνική καπιταλιστική πραγματικότητα, ακόμα και το 8ωρο θεωρείται παρελθούσα συνθήκη. Η ανεργία καλπάζει και στην πραγματικότητα ξεπερνάει το ¼ του εργατικού δυναμικού, ο επισφαλώς εργαζόμενος με τα ελαστικά ωράρια, την ανασφάλιστη εργασία και τη διαρκή απειλή της απόλυσης είναι η πλέον κλασική φιγούρα της εργατικής τάξης, και την ίδια στιγμή μισθοί, συντάξεις, επιδόματα και άδειες πετσοκόβονται με ταχείς ρυθμούς.
Η ανάγκη συνολικής αναδιάρθρωσης του καπιταλιστικού συστήματος κάνει πλέον περιττό το διαμεσολαβητικό ρόλο των γραφειοκρατών συνδικαλιστών και κατακτήσεις που κερδήθηκαν με αίμα χάνονται καθημερινά. Το τριτοβάθμιο συνδικαλιστικό όργανο των συνδικάτων, η ΓΣΣΕ δηλαδή, υπάρχει μονάχα για να δικαιολογεί την ύπαρξη των πιο πρόσφατων μοντέλων εκμετάλλευσης που έχουν δημιουργηθεί, αυτά των επισφαλών, ενοικιαζόμενων και «ωφελούμενων», υπογράφοντας πολλές φορές συμβάσεις με εργολάβους ως άλλος εργοδότης. Τα Εργατικά Κέντρα παίζουν διακοσμητικό ρόλο ενώ τα πρωτοβάθμια σωματεία, στις περισσότερες περιπτώσεις έχουν μετατραπεί σε σωματεία-σφραγίδες. Όπως είναι προφανές, ο απονεκρωμένος συνδικαλισμός δεν μπορεί να αποτελέσει ανάχωμα αλλά αντιθέτως ο σφετερισμός της έννοιας του συνδικαλισμού από τους γραφειοκράτες εργατοπατέρες απογοητεύει και απομακρύνει τους εργαζόμενους από την προοπτική να οργανωθούν. Σε αντιδιαστολή με τις εθιμοτυπικές απεργίες και με τα παζάρια που κάνουν οι εργατοπατέρες υπάρχουν και οι περιπτώσεις όπου συλλογικότητες από ένα ευρύ φάσμα του ανταγωνιστικού κινήματος συναντιούνται και συνδιοργανώνουν κινήσεις επιθετικές προς το κράτος και τα αφεντικά. Όλο και πιο συχνά οι από τα κάτω διεξάγουν μάχες με όρους νίκης και καταφέρνουν να αναγκάσουν τα αφεντικά σε υποχώρηση. Αγώνες που δώθηκαν στο χώρο του βιβλίου, στον κλάδο των courier, του επισητισμού, στα τηλεφωνικά κέντρα αλλά και στα προγράμματα της περίφημης πλέον “κοινωφελούς εργασίας” εμπνέουν και δείχνουν το δρόμο για την όξυνση του ταξικού πολέμου από την πλευρά μας. Η μακρά διάρκεια και η ανυποχώρητη στάση χαρακτηρίζουν πλέον τους αγώνες που δίνονται, τα παραδείγματα των απολυμένων στα Metropolis, η αντιπαράθεση με την ACS courier, η μάχη που δίνουν οι καθαρίστριες έξω από το υπουργείο οικονομικών και η σύγκρουση που διεξάγεται για την υπεράσπιση του δικαιώματος στην κυριακάτικη αργία αποδεικνύουν πως απέναντι στο συνδικαλισμό της γραφειοκρατίας και της διαχείρισης αναπτύσεται διαρκώς ένα συνδικαλιστικό κίνημα βάσης ενώ ταυτόγχρονα η ταξική σύγκρουση αποκτά όλο και πιο ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά. Για εμάς, ως αναρχικοί, ο ταξικός πόλεμος διεξάγεται σε κάθε πεδίο της ζωής μας και πρέπει να τον οξύνουμε διαρκώς. προτάσσουμε τη ρήξη απέναντι
σε κάθε λογική χειραγώγησης, την αντίσταση και το σαμποτάζ στους σχεδιασμούς του κράτους και των αφεντικών, την αλληλεγγύη των ντόπιων και ξένων προλετάριων, εργατών και ανέργων. Κόντρα στην εξατομίκευση που προωθεί τη συναίνεση στα σχέδια των αφεντικών προτάσσουμε την αυτοοργάνωση των αντιστάσεων μέσα στους χώρους δουλειάς, σε κάθε κοινωνικό χώρο, στους δρόμους…