Ηλίθιοι δολοφόνοι, το κράτος θα σας πλήρωνε για το έργο σας!
* Για εκείνους που έβαλαν φωτιά σ’ ένα κτίριο, αδιαφορώντας για το αν θα πεθάνουν άνθρωποι μέσα σ’ αυτό.
Τετάρτη 5 Μαΐου, απόγευμα. Οι καρδιές μας ραγισμένες, κομμένες στα δυο.
Μία από τις μεγαλύτερες μεταπολιτευτικές διαδηλώσεις, 200.000 ανθρώπων, αποπειράται να εισβάλει στο κοινοβούλιο, τη στιγμή που μέσα σε αυτό κατοχυρώνονταν η παραπέρα οικονομική μας αφαίμαξη και η λεηλασία των ζωών μας. Χιλιάδες κόσμου επιτίθεται από διάφορα σημεία περιμετρικά της Βουλής στις διμοιρίες που βρίσκονται εκεί για να προστατέψουν τα αφεντικά τους. Το σύνθημα «να καεί, να καεί, το μπουρδέλο η Βουλή» δονεί επί ώρες την ατμόσφαιρα. Μαζί με το «πότε θα κάνει ξαστεριά». Οι συγκρούσεις αναπτύσσονται από τις αρχές της Συγγρού μέχρι την πλατεία Ομονοίας. Άπειρα χημικά, αλλά οι διαδηλωτές παραμένουν εκεί. Με ή χωρίς κουκούλες, με ή χωρίς αντιασφυξιογόνες μάσκες, με ή χωρίς πέτρες, με ή χωρίς μολότοφ. Πάντα όμως με αποφασιστικότητα και οργή.
Μέσα στην κάπνα των δακρυγόνων και τους πετροβολημένους δρόμους, αντηχεί το ίδιο εκκωφαντικά με τις εκατοντάδες κρότου λάμψης που έπεσαν εκείνη την μέρα: Τρεις εργαζόμενοι νεκροί μετά από εμπρησμό της τράπεζας Marfin στην οδό Σταδίου. Παγωμάρα, ο κόμπος στο λαιμό δεν επιτρέπει τους φθόγγους να πάρουν οποιαδήποτε εύηχη μορφή. Και όσο περνάει η ώρα ακούγεται όλο και πιο αδιανόητο το ότι ήταν εμφανές ότι υπήρχαν άνθρωποι μέσα στην τράπεζα. Όπως άνθρωποι υπήρχαν και στο απέναντι βιβλιοπωλείο, όπου έγινε απόπειρα εμπρησμού. Και στο σουπερ-μάρκετ λίγο πιο πίσω. Και τρελαίνεσαι…
Τρεις άνθρωποι νεκροί, και τα λόγια ακροβατούν στο απόλυτο κενό. Ή παίζουν κρυφτό γύρω από έναν αυτοαναφορικό καθησυχασμό, έναν εγωισμό. Δεν μπορεί κανείς να απενεχοποιηθεί πίσω από το επιχείρημα ότι τα αφεντικά εξανάγκασαν τους εργαζόμενους να παραμείνουν στη δουλειά ημέρα απεργίας. Δεν μπορεί κανείς να απενεχοποιηθεί πίσω από τα ελλιπή μέτρα πυρασφάλειας στο κτίριο, τα οποία καταγγέλλει το σωματείο των τραπεζοϋπαλλήλων. Έτσι κι αλλιώς, όλες και όλοι γνωρίζουμε ότι τα αφεντικά είναι αφεντικά και βγάζουν κέρδος, αντιμετωπίζοντας τους υπαλλήλους τους ως αναλώσιμο υλικό, το οποίο μπορούν να εκμεταλλεύονται, να ξεζουμίζουν ή ακόμη και να δολοφονούν. Αυτό που είναι εξοργιστικό τώρα είναι ότι δύο χέρια, αδιαφορώντας για το αν μέσα στο υποκατάστημα βρίσκονταν εργαζόμενοι, έβαλαν φωτιά. Δύο χέρια, που η λογική που τα κινούσε όχι μόνο διακρίνεται για την ηλιθιότητά της, αλλά και ευθύνεται για το κατασταλτικό σχέδιο το οποίο έθεσε σε εφαρμογή. Το ατομικό Εγώ επιτίθεται στο συλλογικό Εμείς. Αυτό το Εγώ, που διογκώθηκε μέσα από μηδενιστικές αντιλήψεις κι από ένα στρεβλό «αίσθημα δικαίου», που αποτελεί γέννημα και κομμάτι του ίδιου του καπιταλισμού, συναντήθηκε με την αποπολιτικοποίηση, το καμποσιλίκι, την τσογλανιά και την αδιαφορία και οδήγησε με μαθηματική ακρίβεια σε πράξεις που στρέφονται συνολικά ενάντια στην κοινωνία και τις αντιστάσεις της. Και Εμείς, είμαστε σήμερα, φτωχότεροι.
Ακόμη κι αν το κίνημα άφησε, με τις πράξεις και τις παραλήψεις του, χώρο στις αντιλήψεις αυτές, φέρει τώρα την ευθύνη της συνολικής αντιμετώπισης και απομόνωσής τους. Αλλά, η ευθύνη δεν τελειώνει εδώ. Συνεχίζει. Υπάρχει απέναντι στην κοινωνική συγκυρία, στην κρισιμότητα της κατάστασης, απέναντι στους ίδιους μας τους εαυτούς, σε ό,τι πρεσβεύουμε και προσπαθούμε να πραγματώσουμε και να δημιουργήσουμε.
Κράτος και αφεντικά άδραξαν την ευκαιρία, για να τελειώνουν με τον «εσωτερικό εχθρό», με το πρόταγμα της αντιεξουσίας. Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης ξετύλιξαν μία συμπυκνωμένη προπαγάνδα που και αυτή περίμενε τον καιρό της. Αυτή τη φορά μαζί με τα δακρύβρεχτα λόγια που ταιριάζουν στις περιστάσεις. Το ανθρώπινο αίμα πουλάει, ένας αρκετά καλός λόγος για να διακόψουν την απεργία τους εκείνο το μεσημέρι και να αρχίσουν να ασελγούν πάνω στα νεκρά σώματα. Και η πολιτική εξουσία δείχνει αμείλικτη. Με την ωμή βία των ένστολων συμμοριών που εισέβαλαν, ξυλοκόπησαν και προκάλεσαν σοβαρές υλικές ζημιές το απόγευμα της Τετάρτης στο Στέκι Μεταναστών στα Εξάρχεια. Και λίγο αργότερα το ίδιο σκηνικό μεταφέρεται σε κατάληψη αναρχικών στην οδό Ζαΐμη, στην ίδια γειτονιά. Εκκενώνεται δύο φορές και δύο ημέρες αργότερα σφραγίζεται. Με τις εισβολές σε καφενεία των Εξαρχείων και την προσαγωγή θαμώνων. Με τις προσαγωγές πριν την συγκέντρωση της Πέμπτης 6 Μαΐου, στην Βουλή, όταν ψηφίζονταν τα νέα οικονομικά μέτρα. Με τη συντονισμένη επίθεση των ΜΑΤ και τη διάλυση της ίδιας συγκέντρωσης όταν έπεσε το σκοτάδι. Κάπου εκεί, η ανοχή της δημοκρατίας στη Διαμαρτυρία είχε εξαντληθεί.
Δεν θα διεκδικήσουμε κανέναν συναισθηματικό χώρο στη σφαίρα του θεάματος. Εάν πονάμε ή τα μάτια μας δάκρυσαν, δεν θα το κατοχυρώσει στο δημόσιο λόγο καμία κάμερα, κανένας φωτογραφικός φακός, κανένα μικρόφωνο. Η ραγισμένη μας καρδιά, βουβή και σφυροκοπημένη από την ιδεολογική επίθεση των αφεντικών, θα συνεχίσει να βρίσκεται στις διαδηλώσεις, πίσω από τα πανό και τα οδοφράγματα, με μια πέτρα ή με την μαυροκόκκινη σημαία στο χέρι. Θα συνεχίσει να δοκιμάζεται στην καθημερινότητα, να σχεδιάζει το τέλος του καπιταλιστικού κόσμου, να αναζητεί μονοπάτια ελευθερίας.
Δεν θα κάνουμε ούτε βήμα πίσω. Σε αυτή την περίοδο, όπως έχουν τα πράγματα, απέναντι στην πιο ανελέητη επίθεση που έχει δεχτεί η κοινωνία από τη μεταπολίτευση και μετά, απέναντι στον ολοκληρωτισμό που προχωράει, που έχει ήδη προελάσει με γοργό βήμα και μπότες βαριές, συνεχίζουμε να στεκόμαστε ακλόνητοι κι ακλόνητες στις θέσεις μας: H μόνη λύση είναι η Εξέγερση. Το συλλογικό έδαφος που θα δημιουργήσουμε στο δρόμο, αυτά που μπορούμε να φτιάξουμε αν αυτοοργανώσουμε τις ανάγκες μας και τις επιθυμίες μας, οι εικόνες ενός μέλλοντος που υπάρχει ήδη ως πιθανότητα: Οι λαϊκές συνελεύσεις, τα κατειλημμένα δημόσια κτήρια, εργοστάσια, νοσοκομεία, οι λαϊκές κουζίνες, τα απαλλοτριωμένα σούπερ μάρκετ, τα οδοφράγματα που θα περιγράφουν τις απελευθερωμένες και συλλογικοποιημένες γειτονίες, ό,τι άλλο χρειαστεί να εφεύρουμε και να ανακαλύψουμε όλοι κι όλες μαζί, προχωρώντας. Κι αν αυτά δεν συμβούν, ο ολοκληρωτισμός και η εξαθλίωση είναι η άλλη δυνατότητα. Ας εξεγερθούμε λοιπόν. Ως μόνη λύση.