Παρασκευές βράδυ, προβολές στην κατάληψη του ΠΙΚΠΑ.

Εργαζόμενοι ή συνεργάτες των αφεντικών; Η εργασία είναι η μαμή όλων των κοινωνικών σχέσεων; Υπάρχει ζωή πέρα από την εργασία; Ερωτήματα τα οποία με τον έναν ή τον άλλο τρόπο προσπαθούν να βάλουν για προβληματισμό οι προβολές που θα λάβουν χώρα για τις επόμενες τρεις Παρασκευές στην κατάληψη του ΠΙΚΠΑ (Τιμοδήμου και Αντωνιάδου), στα Άνω Πετράλωνα.

Σήμερα θα προβληθεί η ταινιά «Ανθρώπινο δυναμικό». «Ο Φρανκ προσλαμβάνεται ως μάνατζερ στο εργοστάσιο όπου δουλεύει ως εργάτης και ο πατέρας του. Σύντομα θα διαπιστώσει το κυνισμό του όρου “ανθρώπινο δυναμικό” και θα βρεθεί αντιμέτωπος με την ταξική του συνείδηση». Ραντεβού, λοιπόν, στις 8 το βράδυ.

Η «αντεγκληματική πολιτική» και η κατασκευή της συναίνεσης ή το μαγικό ραβδί της Δημοκρατίας.

Αναδημοσίευση από το 3ο φύλλο της εφημερίδας μας.

Δεν θα βρισκόταν κανείς να διαφωνήσει, αν λέγαμε ότι η εξουσία δημιουργεί το πλαίσιο προστασίας της από τους εξουσιαζόμενους θεσπίζοντας νόμους, επιβάλλοντάς τους και περιφρουρώντας τους. Και δεν θα βρισκόταν κανείς να διαφωνήσει, απλούστατα γιατί το καθημερινό βίωμα αποδεικνύει ότι η ίδια η φύση του Νόμου είναι απροκάλυπτα προστατευτική για εκείνους που καρπώνονται τα οφέλη ενός εκμεταλλευτικού συστήματος και, ταυτόχρονα, αμείλικτα εχθρική απέναντι στους αποκλεισμένους και τις αποκλεισμένες, τους αντιστεκόμενους και τις αντιστεκόμενες. Αυτό το προφανές γεγονός της «ευλυγισίας» του Νόμου, δυνάμει βόμβα στα θεμέλια της «κοινωνικής γαλήνης», επιχειρείται συστηματικά να απαντηθεί από την κυριαρχία, άλλοτε με περισσότερη κι άλλοτε με λιγότερη επιτυχία, μέσω της χάραξης «αντεγκληματικών πολιτικών», δηλαδή πολιτικών που διακηρύσσουν την υποτιθέμενη πρόθεση της εξουσίας να «προστατεύσει τον πολίτη από το έγκλημα».  Πρόκειται για συνολικές πολιτικές που, κι αν παρουσιάζονται εστιασμένες στην «καταπολέμηση του εγκλήματος και την προστασία της κοινωνίας από αυτό», στην ουσία δεν είναι παρά η πολεμικής έντασης προσπάθεια αφενός καθορισμού των ορίων του επιτρεπτού μέσα σε ένα περιβάλλον εκμετάλλευσης και καταπίεσης και αφετέρου διαστρέβλωσης μιας πραγματικότητας, ικανής να πείσει και τους αφελέστερους για τις προθέσεις των αφεντικών, των κρατών, της εξουσίας συνολικά.

Φυσικά, ως εργαλεία διαχείρισης του κοινωνικού ανταγωνισμού που αναπτύσσεται στο εσωτερικό του συστήματος, οι αντεγκληματικές πολιτικές δεν εμφανίζονται πάντα με την ίδια μορφή ούτε και προωθούνται με τον ίδιο τρόπο. Οι  ανάγκες των κυριάρχων καθορίζουν τόσο την ένταση όσο και την έκταση που αυτές καλούνται να λάβουν, ανάλογα με τη συγκυρία μέσα στην οποία θεσπίζονται, και, παρά το γεγονός ότι ο βασικός άξονας που τις διατρέχει μπορεί να συνοψιστεί στις λέξεις «Ησυχία, Τάξη κι Ασφάλεια», οι τρόποι με τους οποίους επιχειρείται να παγιωθούν κοινωνικά παρουσιάζουν κατά καιρούς τεράστιες αποκλίσεις.

Έτσι, κι αφού κατά τη διάρκεια των δύο τελευταίων χρόνων το μοντέλο της παραδοσιακής Δεξιάς απέδειξε ότι δεν διαθέτει τα ιδεολογικά εργαλεία που θα το καθιστούσαν ικανό να διαχειριστεί μια βαθιά κρίση –εκτεινόμενη πολύ πέρα από το οικονομικό πεδίο, σε σημείο που να αμφισβητείται πλέον συνολικά η πολιτική και θεσμική νομιμοποίηση του ίδιου του συστήματος- , τη θέση του ήρθε να πάρει εκ νέου η δοκιμασμένη εναλλακτική της ελληνικού τύπου σοσιαλδημοκρατίας. Καθώς η κοινωνική πόλωση βαθαίνει όλο και περισσότερο, η Δημοκρατία προσπαθεί με κάθε μέσο να κατασκευάσει μια ισχυρή συναίνεση, που θα της επιτρέψει να ξεπεράσει την κρίση της διαλύοντας τις αντιστάσεις της κοινωνίας.

Ο καλύτερος δυνατός τρόπος για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο είναι η επιστράτευση της πολιτικής διγλωσσίας, της μεταστροφής των εννοιών και της απογύμνωσης των λέξεων από το νόημά τους. Και, μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, επιλέχθηκε ως καταλληλότερος αντιπρόσωπος του νέου πολιτικού δόγματος ένας ημιπαράφρων σε παραλήρημα μεγαλείου, που όμως μπορούσε να παρουσιάζεται ως μετριοπαθής, δημοκράτης, δίκαιος και εργατικός. Δεν θα πρέπει να θεωρηθεί τυχαίο το γεγονός ότι μία από τις πρώτες μέριμνες του νέου κυβερνητικού σχήματος ήταν η μετονομασία διαφόρων υπουργείων, και κυρίως αυτού της Δημόσιας Τάξης, το οποίο, σε μια κυνική επίδειξη αδιαφορίας για το κοινό αίσθημα -που δικαίως κατατάσσει τους υπαλλήλους του στην κατηγορία των δολοφόνων-, θα ονομάζεται πια «Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη»! Όπως επίσης δεν θα πρέπει να θεωρηθεί τυχαίο ότι τόσο ο νέος πρωθυπουργός όσο και ο νέος «Προστάτης του Πολίτη» αφιέρωσαν κάποιες από τις πρώτες τους δηλώσεις στον αντιεξουσιαστικό χώρο, λέγοντας, ούτε λίγο ούτε πολύ, ότι οι αντιεξουσιαστές τους είναι πολύ συμπαθείς, και γι’ αυτό θα πρέπει να τους βοηθήσουν να απαλλαγούν από τους «χούλιγκαν που έχουν παρεισφρήσει στις τάξεις τους». Ήδη αυτή η ανατριχιαστική απόπειρα εξωραϊσμού της επερχόμενης κρατικής βίας ήταν αρκετή για να δημιουργήσει ένα κλίμα ευφορίας στους μεγάλους δημοσιογραφικούς οργανισμούς, που έσπευσαν να επικυρώσουν την ούτως ή άλλως παραδοσιακή τους συμμαχία με το ΠΑ.ΣΟ.Κ και να αναλάβουν να διακηρύξουν τη γνωστή «ανάγκη για Τάξη και Ασφάλεια». Εν τω μεταξύ, κι ενώ ο «Προστάτης του Πολίτη» προβαίνει σε συνεχείς, ανώδυνες εξαγγελίες (για σύλληψη των ηθικών αυτουργών της επίθεσης στην Κ.Κούνεβα, για προστασία των μεταναστών, για πάταξη της αστυνομικής βίας και αυθαιρεσίας, για «κάθαρση» της αστυνομίας από ακροδεξιά στοιχεία  κ.τ.λ.), ταυτόχρονα επικηρύσσει –και αναδεικνύει σε Νο1 κίνδυνο για τη Δημοκρατία- 3 φυγόδικους αναρχικούς που κατηγορούνται για μια ληστεία τράπεζας, αλλά και συνεχίζει το κυνήγι μαγισσών που ξεκίνησε με την εισβολή των μπάτσων σε ένα σπίτι στο Χαλάνδρι και τη μετατροπή του σε «γιάφκα» από τους δημοσιογράφους. Παράλληλα, η κρατική βία αγγίζει νέα επίπεδα, όπως διαφάνηκε και από την πρωτοφανή αστυνομική κατοχή των πόλεων τον Δεκέμβρη του 2009, κατά τη διάρκεια των κινητοποιήσεων για τον ένα χρόνο από τη δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου και την εξέγερση. Τέλος, η αναγκαιότητα για ανάκτηση του εδάφους που χάθηκε με την εξέγερση του Δεκέμβρη, διαχέεται στην κοινωνία μέσα από τις συνεχείς αναφορές στην «αύξηση της εγκληματικότητας» και την «ανεπάρκεια της αστυνόμευσης». Ο στόχος προφανής: η κατασκευή ενός κλίματος ακραίας ανασφάλειας και απειλής που, σε συνδυασμό με την ούτως ή άλλως υπάρχουσα ανασφάλεια που γεννά η οικονομική κατάσταση του κράτους, θα πείσει και τους πιο μαχητικούς να εγκαταλείψουν οποιαδήποτε προσπάθεια διεκδίκησης των αυτονόητων και να υποταγούν στους εκβιασμούς της εξουσίας.

Ιδιαίτερη θέση μέσα σ’ αυτή τη συνθήκη καταλαμβάνουν οι μετανάστες, οι κατεξοχήν αποκλεισμένοι του Δυτικού Κόσμου. Η νέα πολιτική διαχείριση ανέλαβε τα καθήκοντά της υποσχόμενη «δικαιοσύνη και σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων» και επιρρίπτοντας ευθύνες στους προκατόχους της για «υπόθαλψη ρατσιστικών φαινόμενων». Η αποφασιστική της κίνηση σχετικά με το μεταναστευτικό ζήτημα ήταν ο σχεδιασμός ενός νομοσχεδίου που προβλέπει την παροχή της ελληνικής ιθαγένειας στους επί μακρόν διαβιούντες στη χώρα και στους μετανάστες δεύτερης γενιάς, καθώς και τη χορήγηση δικαιώματος ψήφου στις δημοτικές εκλογές για τις παραπάνω κατηγορίες μεταναστών. Το νομοσχέδιο επέτρεψε στο μεγαλύτερο κομμάτι της Αριστεράς να διασκεδάσει τις εντυπώσεις που δημιουργεί η χρόνια απραξία της και να δηλώσει συμπαράσταση στις -κυβερνητικές πια- «δυνάμεις της προόδου», κλείνοντας τα μάτια και τα αυτιά στις δηλώσεις του γνωστού «Προστάτη», που καθιστά με κάθε ευκαιρία σαφές ότι το αγγελικά πλασμένο νομοσχέδιο θα συνοδεύεται από «μηδενική ανοχή στη λαθρομετανάστευση», πράγμα που σημαίνει ότι το τίμημα για την «ελληνοποίηση» ενός μετανάστη θα είναι η θανατική καταδίκη πολλών χιλιάδων που θα πνιγούν στο Αιγαίο, θα ανατιναχθούν στα ναρκοπέδια του Έβρου ή θα επιστρέψουν σε χώρες κατεστραμμένες από την επέμβαση της Δύσης. Κι ενώ η Αριστερά προσφέρει χωρίς δεύτερη σκέψη τη συναίνεσή της, πολυπόθητη για την κυβέρνηση καθώς παρουσιάζεται ως συναίνεση όλων των αντιστεκόμενων, το νομοσχέδιο αποτελεί και το προνομιακό πεδίο για την ανάπτυξη μιας ακροδεξιάς πολιτικής ατζέντας. Όλο το φάσμα του εθνικιστικού συρφετού, από τους γραφικούς θαυμαστές του Αδωνίδος Γεωργιάδη ως τους Χίτες-χούφταλα του Στόχου και τους νεοναζί της Χρυσής Αυγής έχουν συσπειρωθεί πίσω από σύνθημα «Έλληνας γεννιέσαι-δεν γίνεσαι», καλώντας σε πόλεμο κατά των μεταναστών. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το ρίσκο είναι καλά υπολογισμένο από τους επιτελικούς σχεδιαστές της κυβερνητικής πολιτικής, προκειμένου να προβληθεί ότι, παρά τις «ακραίες φωνές» που μοιραία θα ακούγονται από τα περιθώρια του πολιτικού φάσματος, η Δημοκρατία παρέχει τη βέλτιστη λύση, έχοντας στο πλευρό της όλες τις προοδευτικές δυνάμεις.

Το τελευταίο χρονικό διάστημα, με αφορμή το νομοσχέδιο για τους μετανάστες, έχει ξεκινήσει μια μεγάλη κουβέντα για το τι πρέπει να γίνει με τους μετανάστες και το αν πρέπει κάποιοι (πολύ λίγοι έτσι κι αλλιώς) να πάρουν την ελληνική ιθαγένεια και το δικαίωμα ψήφου. Όμως η ουσία της κουβέντας δεν βρίσκεται ούτε στην «κουτσή» και περιορισμένης εμβέλειας ελευθερία, που τάζει το νομοσχέδιο, ούτε στα εθνικιστικά – φασιστικά – ρατσιστικά παραληρήματα κάθε υπερπατριώτη.

Το νομοσχέδιο αποτελεί τη φυσική συνέχεια όλων των διωγμών που υπέστησαν οι μετανάστες όλο το προηγούμενο διάστημα με αποκορύφωμα το καλοκαίρι του 2009 (και οι οποίοι συνεχίζονται μέχρι και τις σοσιαλιστικές μέρες μας) και που έλαβαν χαρακτηριστικά εθνοκάθαρσης, καθώς όποιος ήταν μελαψός αντιμετώπιζε και αντιμετωπίζει επιχειρήσεις-σκούπα, βασανιστήρια στα τμήματα, δολοφονίες στα σύνορα και τις πόλεις, εξευτελισμούς και ό,τι άλλο περιλαμβάνει το οπλοστάσιο του κρατικού και παρακρατικού μηχανισμού και του κάθε παρατρεχάμενου φασιστάκου. Μετά τη τρομοκρατία και τις απελάσεις, το ελληνικό κράτος νομιμοποιεί ένα μικρό κομμάτι μεταναστών και ταυτόχρονα θέτει σε χειρότερη θέση όσους έχουν καταφέρει να επιζήσουν της ζεστής ελληνικής φιλοξενίας.

Οι μετανάστες δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένα ακόμα κοινωνικό κομμάτι, το οποίο εξαιτίας της δυσμενούς οικονομικής και κοινωνικής του κατάστασης, καθώς και της δυσκολίας επικοινωνίας λόγω της διαφορετικής γλώσσας και κουλτούρας, βιώνει καθημερινά ένα πλέγμα κοινωνικών αποκλεισμών, με συνέπεια να καθίσταται έρμαιο στις ορέξεις κάθε μικρού και μεγάλου αφεντικού. Ας μην ξεχνάμε ότι είναι οι άνθρωποι οι οποίοι έχτισαν με το ίδιο τους το αίμα το όραμα της μεγάλης Ελλάδας των Ολυμπιακών Αγώνων και τροφοδότησαν με πολύ χρήμα τα ασφαλιστικά ταμεία, αλλά και ότι ήρθαν εδώ εξαιτίας της λεηλασίας των χωρών τους από την καπιταλιστική Δύση, μέρος της οποίας είναι και η Ελλάδα (άλλωστε, ο Ελληνικός Στρατός με προθυμία ανέλαβε δράση στο κατεχόμενο από το ΝΑΤΟ Αφγανιστάν). Καταλαβαίνουμε, λοιπόν, ότι η ελληνοποίηση ενός μικρού αριθμού μεταναστών, που ούτως ή άλλως γεννήθηκαν και ζούνε σε αυτόν το τόπο, δεν αποτελεί τίποτα περισσότερο από ένα επικοινωνιακό τρικ της νέας πολιτικής διαχείρισης, το οποίο στην ουσία κατοχυρώνει, για τα επόμενα χρόνια, τους πιο επαχθείς όρους εκμετάλλευσης και καταπίεσης για το μεγαλύτερο κομμάτι των μεταναστών. Ταυτόχρονα, το ΠΑΣΟΚ ευελπιστεί το νόμιμο κομμάτι να αποτελέσει και δεξαμενή ψήφων, στα πρότυπα των χιλιάδων ελληνοποιήσεων  που είχε κάνει η προηγούμενη κυβέρνηση, ενώ το ίδιο το κόστος της διαδικασίας ελληνοποίησης (με το οποίο, φυσικά, βαρύνονται οι «υποψήφιοι Έλληνες») θα αποφέρει χιλιάδες ευρώ στα κρατικά ταμεία. Τα παραπάνω δεν σημαίνουν ότι δεν είναι σημαντικά τα δικαιώματα που θα πάρουν κάποιοι μετανάστες (ακόμα και για την ίδια την επιβίωσή τους), αλλά προφανώς είναι πολύ λίγα και έρχονται για να κρύψουν τα αιματοβαμμένα σύνορα, τις απελάσεις, την μηδαμινή χορήγηση ασύλου, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και όλα αυτά που αποτελούν την μεταναστευτική πολιτική του ελληνικού κράτους.

Το διακύβευμα, λοιπόν, δεν είναι το ποίος είναι Έλληνας, αλλά ποίος είναι εκμεταλλευόμενος, καταπιεσμένος και έχει συνείδηση της θέσης του. Το ζήτημα δεν είναι αν έχεις δικαίωμα να διαλέξεις τους διαχειριστές της ζωής σου, αλλά αν έχεις τη δυνατότητα να διαχειριστείς ο ίδιος τη ζωή σου. Τη στιγμή, λοιπόν, που από τη μεριά του κράτους εντείνονται συνεχώς οι όροι εκμετάλλευσης και καταπίεσης, κι ενώ οι μηχανισμοί προπαγάνδας προσπαθούν να μας επιβάλουν ένα σωρό διαχωρισμούς (για το χρώμα του δέρματος, για τους προνομιούχους, για τα μισθολογικά ρετιρέ, για τους χαρτοπαίκτες αγρότες του Κολωνακίου, για, για…), το ζητούμενο είναι η κοινωνική νομιμοποίηση των μεταναστών και κάθε αποκλεισμένου και, ταυτόχρονα, η ανάπτυξη της ταξικής και κοινωνικής αλληλεγγύης μεταξύ των κοινωνικών κομματιών που επιλέγουν να αντισταθούν και να βγουν στο δρόμο. Οφείλουμε να μην  επιτρέψουμε να κερδίσει έδαφος η γνωστή τακτική του «διαίρει και βασίλευε», την οποία εφαρμόζει από πολύ παλιά η «νέα» σοσιαλιστική πολιτική διαχείριση. Ντόπιοι και μη να σταθούμε ο ένας δίπλα στον άλλο, απέναντι στο Κράτος και το Κεφάλαιο, αναγνωρίζοντας ότι οι καταπιεσμένοι και οι εκμεταλλευόμενοι δεν έχουμε να χωρίσουμε τίποτα μεταξύ μας.

Για τα θρασύδειλα φασιστοειδή που επιτέθηκαν σε συντρόφους/ισσες, στο Κουκάκι, πριν από κάποιες εβδομάδες

Την Πέμπτη 14 Ιανουαρίου κατά τη διάρκεια αφισοκόλλησης (αλληλεγγύης σε διωκόμενους αντιρατσιστικής πορείας) στο Κουκάκι, στην οδό Δημητρακοπούλου και λίγο μετά τον πεζόδρομο Γ. Ολυμπίου ομάδα συντρόφων/ισσων από το αντιεξουσιαστικό στέκι της Παντείου δέχτηκε επίθεση από 4 Κουκακιώτες φασίστες με μαχαίρια. Ως άμεση απάντηση, την επόμενη μέρα αναρχικοί, αντιεξουσιαστές και αλληλέγγυοι πραγματοποίησαν πορεία στη γειτονιά.

Η επίθεση αυτή δεν αποτελεί μεμονωμένο περιστατικό. Αντίθετα, τον τελευταίο χρόνο υπάρχει συνεχής κλιμάκωση ως προς τη συχνότητα αλλά και τη βιαιότητα των φασιστικών/παρακρατικών χτυπημάτων.

Μέσα σε ένα κλίμα οικονομικής και κοινωνικής κρίσης, όπου η εντεινόμενη εξαθλίωση συναντά την ανασφάλεια και το φόβο, με το κράτος να γίνεται πιο ολοκληρωτικό και να επιτίθεται σκληρότερα στα περιθωριοποιημένα κομμάτια, όπως οι μετανάστες, δημιουργείται πρόσφορο έδαφος για την ανάπτυξη φασιστικών αντιλήψεων και πρακτικών.

Οι ίδιοι οι φασίστες είναι επικίνδυνοι για όσους επιλέγουν να αγωνίζονται και να μη βλέπουν εχθρούς στα πρόσωπα των καταπιεσμένων, βάσει εθνοτικών και φυλετικών ιεραρχήσεων, ενώ οι δολοφονικές τους πρακτικές δικαιολογούνται από ένα μέρος της κοινωνίας.

Σε αντίθεση με τα τετριμμένα σενάρια των ΜΜΕ για πόλεμο συμμοριών και ακροκινούμενων ομάδων, η εθνικιστική-φασιστική βία δεν αποτελεί παρά μία έκφανση της υλικής και ιδεολογικής επίθεσης που εξαπολύουν οι «από πάνω» στους καταπιεζόμενους, ένα μέρος απαραίτητο για την ολοκλήρωση του εξουσιαστικού πάζλ, που θα ξηλωθεί κομμάτι-κομμάτι κρατώντας για κάθε λογής φασιστοειδές το μερίδιο που του αναλογεί…

stekipanteios.espiv.net

Παγκόσμια οικονομική κρίση, το ελληνικό Βατερλό και η επιταγή της συναίνεσης.

Αναδημοσίευση από το 3ο φύλλο της εφημερίδας μας.

Μια λέξη μονοπωλεί εδώ και ένα χρόνο τις συζητήσεις, από τα καφενεία και τα τηλεοπτικά πάνελ μέχρι της λέσχες των θινκ τανκ και τα συμβούλια των ισχυρών αυτού του κόσμου. ΚΡΙΣΗ, αποτέλεσμα της κατάρρευσης  ενός μέρους του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος όπως παρουσιάζεται. Η κρίση όμως δεν είναι κάτι καινούργιο για τον καπιταλισμό. Ο αντιφατικός χαρακτήρας του καπιταλιστικού συστήματος είναι αυτός που οδήγησε σε αυτή αλλά και σε όλες τις άλλες, μικρές ή μεγάλες, ιστορικά. Στην ουσία η κρίση είναι  η υπερσυσσώρευση κεφαλαίων και η αδυναμία κινητικότητάς τους, γεγονός που μεταφράζεται σε πάγωμα των αγορών και, επί της ουσίας, σε κρίση της αναπαραγωγής των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων (με τον όρο καπιταλιστικές σχέσεις εννοούμε τις σχέσεις που διαμορφώνονται και εξαρτώνται από το καπιταλιστικό σύστημα, όπως σχέση εργάτη – αφεντικού, παραγωγού – καταναλωτή). Μέχρι στιγμής, το σύστημα έχει καταφέρει να βγει λίγο-πολύ αλώβητο από τις κατά καιρούς ρηγματώσεις του, και αυτό όχι βέβαια αναίμακτα, είτε μέσω πολέμων (κατά κύριο λόγο) είτε μέσω της εξάπλωσης των αγορών, με τη λεηλασία των πλουτοπαραγωγικών πηγών της καπιταλιστικής περιφέρειας.

Ανεξάρτητα όμως με τη φύση και τις αιτίες της κρίσης, αυτή δεν αποτελεί τίποτε άλλο από το όχημα στα χέρια κράτους και κεφαλαίου για την όξυνση της επίθεσης στις κοινωνίες. Μια σειρά μέτρων που παρουσιάζονται σαν σχέδιο εξόδου από αυτήν, αφορούν τη διάσωση των κερδών και συνάμα την αύξηση του πλούτου των μεγάλων αφεντικών του πλανήτη. Έτσι, εντείνεται η αφαίμαξη των εργαζομένων μέσω της εντατικοποίησης και της διεύρυνσης του μοντέλου επισφαλούς εργασίας, με μειώσεις μισθών, μαζικές απολύσεις και κλεισίματα επιχειρήσεων και εργοστασίων, αποδόμηση των υπολειμμάτων του κοινωνικού κράτους και των κεκτημένων των εργαζομένων.

Εκτός της πολυσυζητημένης οικονομικής κρίσης, η κυριαρχία καλείται να αντιμετωπίσει μια συνολικότερη κρίση στο εσωτερικό της καπιταλιστικής μηχανής. Μεγάλα κοινωνικά κομμάτια στέκονται πλέον από αδιάφορα έως κριτικά, ακόμη και εχθρικά απέναντι σε θεσμούς, άξιες και ιδεολογήματα που αποτέλεσαν κατά καιρούς στηρίγματα του καθεστώτος.

Ιστορικά, στον αντίποδα των οικονομικών κρίσεων και γενικότερα των περιόδων ανέχειας, διευρυμένης καταπίεσης και εκμετάλλευσης το σύστημα έβρισκε τις απαντήσεις του μέσω νέων ή παλιών ιδεολογημάτων (εθνική ακεραιότητα, εσωτερική ασφάλεια, εθνική ανάπτυξη, εθνικό όραμα…) και μέσω της ενίσχυσης της πίστης των υπηκόων του σε θεσμούς όπως η δικαιοσύνη, η θρησκεία, η πατρίδα, η οικογένεια, το κράτος, κτλ. αλλά και μέσα από πολιτικές οι οποίες στήριζαν την αύξηση της κρατικής παρεμβατικότητας, προτάσσοντας το κοινωνικό κράτος και υποσχόμενες καλύτερες συνθήκες διαβίωσης.

Μέσα στη δίνη της παγκόσμιας κρίσης,  η ελληνική οικονομία τραβάει και αυτή τα δικά της ζόρια. «Είμαστε στα πρόθυρα της χρεοκοπίας», μας λένε, «αν δεν αφανίσουμε το δημόσιο χρέος θα μας αφανίσει αυτό», προσθέτουν, και καταλήγουν ότι όλοι μαζί πρέπει να συστρατευθούμε και να κάνουμε θυσίες μπροστά στην νέα Μεγάλη Ιδέα, αυτή της διάσωσης της εθνικής Οικονομίας. Οι θυσίες που επικαλούνται οι ντόπιοι κυρίαρχοι δεν απέχουν διόλου από τα μέτρα που παίρνονται παγκοσμίως. Προσφάτως, ο πρωθυπουργός ανακοίνωσε στο πλαίσιο του προγράμματος σταθερότητας μεταξύ άλλων το πάγωμα των μισθών των δημοσιών υπαλλήλων, τη μείωση των επιδομάτων κατά 10% και την αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης, όπως επίσης και την αύξηση των έμμεσων φόρων  Εξαθλίωση, ανασφάλεια, ανέχεια και αλλά πολλά είναι τα συμπαραμαρτούντα των θυσιών που «πρέπει» να κάνουμε. Αλλά ποιοι είναι αυτοί και ποιοι εμείς που καλούμαστε να θυσιαστούμε στο βωμό του νέου εθνικού συμφέροντος; Από τι μια το κράτος και τα μεγάλα αφεντικά (τραπεζίτες, βιομήχανοι, εφοπλιστές και λοιποί), αυτοί δηλαδή που δημιουργούν την κρίση, και από την άλλη όλοι εμείς, άνεργοι, εργαζόμενοι, προλετάριοι ντόπιοι και ξένοι, νεολαίοι, κοινωνικά αποκλεισμένοι και καταπιεσμένοι που βιώνουμε καθημερινά την άκρατη συνθήκη καταπίεσης και εκμετάλλευσης από αυτούς, στην δουλειά αλλά και σε κάθε πτυχή της ζωής μας, και καλούμαστε να πληρώσουμε τις δικές τους επιλογές. Οι υπεύθυνοι αυτού του συστήματος, οι λεηλατήτες της γης και των ζωών μας  καλούν να «αγωνιστούμε» μαζί, στο όνομα μιας ψευδεπίγραφης κοινής εθνικής ταυτότητας, για να υπηρετήσουμε για ακόμα μια φορά τα συμφέροντά τους, δηλαδή τη διαιώνιση του πλούτου και της κυριαρχίας τους.

Το σημερινό αδιέξοδο βασίζεται στην αδυναμία του συστήματος από τη μια να βρει στηρίγματα σε θεσμούς και άξιες και από την άλλη να αποπροσανατολίσει την κοινωνία μέσω εναλλακτικών σχεδιασμών για τη σωτηρία της ανθρωπότητας και του πλανήτη. Τα στηρίγματα του παρελθόντος φαντάζουν πλέον περισσότερο σαθρά από ποτέ στα μάτια μιας κοινωνίας, η οποία μέσα στη δίνη της γενικότερης κατάρρευσης των σταθερών της και της εντεινόμενης ανασφάλειας σε όλα τα επίπεδα παλινδρομεί ανάμεσα στη ριζοσπαστικοποίηση και την συντηρητικοποίηση, τους φόβους που προκύπτουν από την αποτίναξη των αλυσίδων της και την αναγκαιότητα για το καινούργιο.

Το ελληνικό κράτος δεν είναι απ’ έξω από αυτό το παιχνίδι. Η δεινή θέση της υπό κατάρρευση οικονομίας, οι επερχόμενες αντιδράσεις στα νέα μέτρα, τα οποία οδηγούν σε όξυνση της εκμετάλλευσης και της καταπίεσης, η φτώχεια και η εξαθλίωση, η έξαρση των φαινόμενων παραβατικότητας μέσα σε περιβάλλον συνεχώς εντεινόμενης οικονομικής ανέχειας και πάνω απ’ όλα η εξέγερση του Δεκέμβρη, η οποία κατέδειξε με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο ότι τα πάντα μπορούν να αλλάξουν και ότι το όραμα μιας άλλης κοινωνίας δεν είναι ουτοπία -αντιθέτως ουτοπία είναι να πιστεύει κανείς ότι ο κόσμος του καπιταλισμού μπορεί να συνεχίσει να υπάρχει- ρίχνουν βαριά τη σκιά τους πάνω στο καθεστώς της Δημοκρατίας. Το ίδιο το καθεστώς,από τη μεριά του, προσπαθεί ανεπιτυχώς να μας πείσει ότι αποτελεί τη μοναδική λύση, λαμβάνοντας όλο και περισσότερο διαστάσεις ενός ολοκληρωτικού καθεστώτος. Η προηγούμενη κυβέρνηση δεν κατάφερε να ανταπεξέλθει στις παραπάνω προκλήσεις και, λειτουργώντας σε ένα συντηρητικό πλαίσιο, το μόνο που πέτυχε ήταν να οξύνει τους διαχωρισμούς και να ρίχνει συνεχώς λάδι στις φωτιές της κοινωνικής ανυπακοής.

Η αλλαγή της πολιτικής διαχείρισης το περασμένο Φθινόπωρο δεν σήμανε -και δεν θα μπορούσε να σημάνει- και την αλλαγή του τρόπου επίλυσης των προβλημάτων, καθώς τα διάφορα κόμματα δεν αποτελούν τίποτε άλλο από πολιτικούς διαχειριστές ενός συστήματος, που πρωταρχικό σκοπό έχει την αύξηση των κερδών του κεφαλαίου και την διαιώνιση της εξουσίας του. Η αλλαγή φρουράς έφερε απλώς και την αλλαγή στη ρητορεία που συνοδεύει τους τρόπους επιβολής των σχεδιασμών του κράτους, σε κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο. Η σοσιαλδημοκρατία ήρθε για να διαχειριστεί τις αναταράξεις στην κοινωνία, με βασικό της όπλο την προπαγάνδα, η οποία παρουσιάζει από την μια ένα ανθρωπιστικό και προοδευτικό προσωπείο και από την άλλη χτυπάει, λοιδορεί και προσπαθεί να καταστείλει με κάθε μέσο ό,τι αντιστέκεται στα σχέδια της. Το βασικό τους εργαλείο είναι η γνωστή λαϊκή ρήση «μαστίγιο και καρότο», δηλαδή η με κάθε τρόπο επιβολή της συναίνεσης, έστω και φαινομενικά. Έτσι λοιπόν, καταλαβαίνουμε ότι η καταστολή και η προπαγάνδα, η οποία προσπαθεί να μας πείσει ότι η πραγματικότητα είναι αυτή των δελτίων ειδήσεων, αποτελούν τα τελευταία στηρίγματα ενός καθεστώτος που δεν έχει πλέον τίποτα άλλο να προσφέρει και να υποσχεθεί πέρα από μιζέρια, θάνατο, καταπίεση, εξαθλίωση, εκμετάλλευση και καταστροφή.

Απέναντι λοιπόν στην ολομέτωπη επίθεση του κράτους και του κεφαλαίου στην κοινωνία, δεν έχουμε να υποσχεθούμε τίποτε άλλο πέρα από την όξυνση του κοινωνικού και ταξικού πολέμου, μέσα από αυτοοργανωμένους αγώνες, με όπλο την αλληλεγγύη μεταξύ των καταπιεσμένων και των εκμεταλλευόμενων.

ΑΠΕΡΓΙΕΣ – ΚΑΤΑΛΗΨΕΙΣ – ΜΠΛΟΚΑ – ΔΙΑΔΗΛΩΣΕΙΣ – ΣΥΓΚΡΟΥΣΕΙΣ

ΑΥΤΟΟΡΓΑΝΩΣΗ – ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ – ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ


Κυκλοφορεί το έκτακτο, 3ο φύλλο, της εφημερίδας του στεκιού

Εδώ και κάποιες ημέρες μοιράζεται σε καφενεία και πλατείες, χέρι με χέρι και πόρτα με πόρτα, το έκτακτο τρίτο φύλλο της εφημερίδας του στεκιού.

Το περιεχόμενό της ορίζεται από τις θεματικές «Παγκόσμια οικονομική κρίση, το ελληνικό βατερλό και η επιταγή της συναίνεσης» και «Η “αντεγκληματική πολιτική” και η κατασκευή της συναίνεσης ή το μαγικό ραβδί της δημοκρατίας».

Η εφημερίδα τυπώθηκε σε 4.000 αντίτυπα και διανέμεται χωρίς αντίτιμο. Θα τη βρείτε στο χώρο του στεκιού (ανοιχτός κάθε Τετάρτη 6-8 μ.μ. και Σάββατο 6-9 μ.μ.), στην κατάληψη του ΠΙΚΠΑ, στα Άνω Πετράλωνα (ανοιχτή κάθε Δευτέρα 7-9 μ.μ. και Παρασκευή 8-10 μ.μ.), καθώς και σε άλλους αυτοοργανωμένους χώρους στην Αθήνα, σε στέκια και σε καταλήψεις.

Μπορείτε, επίσης, να την κατεβάσετε σε ηλεκτρονική μορφή από την ενότητα του ιστότοπου «εφημερίδα».

Επιχείρηση της δημοτικής αστυνομίας, «ευπρεπισμού» του Φιλοπάππου, ενόψει Καθαράς Δευτέρας.

Αναδημοσίευση από το tvxs.gr

Στην εκδίωξη των αστέγων που έχουν βρει καταφύγιο στην ευρύτερη περιοχή του αναψυκτηρίου του Πηκιώνη στον Λουμπαρδιάρη προχώρησε η Δημοτική Αστυνομία του Δήμου Αθηναίων εν όψει των εκδηλώσεων για τα κούλουμα την Καθαρά Δευτέρα.

Οι περίπου 10-15 άστεγοι που διαβιούν στη γύρω περιοχή αναγκάστηκαν να απομακρυνθούν μετά από συντονισμένη επιχείρηση της δημοτικής αστυνομίας το πρωϊ της Παρασκευής. Ο αρμόδιος αντιδήμαρχος Ανδρέας Παπαδάκης, δηλώνει στο tvxs πως η επιχείρηση πραγματοποιήθηκε μετά από καταγγελίες της αρχαιολογικής υπηρεσίας ενώ όπως υποστηρίζει υπήρχε κίνδυνος εκδήλωσης φωτιάς στο πάρκο του Φιλοπάππου ενώ συνεχή ήταν και τα παράπονα των κατοίκων.

Ωστόσο, όπως επισημαίνουν περίοικοι είναι πάγια τακτική του Δήμου να απομακρύνει τους άστεγους πριν από την Καθαρά Δευτέρα, για να υπάρχει “καλύτερη εικόνα της περιοχής στα Κούλουμα”.

Πάντως από την πλευρά του Δήμου, ο κ. Παπαδάκης τονίζει στο tvxs πως στους συγκεκριμένους άστεγους είχε γίνει κατά καιρός πρόταση να μεταφερθούν στο ξενοδοχείο αστέγων του Δήμου, στο Μεταξουργείο, αλλά εκείνοι το είχαν αρνηθεί.

Για απαράδεκτη πρακτική και για την εφαρμογή μιας πολιτικής που έχει στο επίκεντρό της μόνο τη “βιτρίνα” κάνει λόγο στο tvxs η δημοτική σύμβουλος της Ανοιχτής Πόλης Ελθήνα Αγγελοπούλου καλώντας τον Δήμο και προσωπικά τον δήμαρχο Νικήτα Κακλαμάνη να σκύψει με πραγματικό ενδιαφέρον πάνω από ένα υπαρκτό πρόβλημα, που όμως χρειάζεται μεγαλύτερη ευαισθησία στην αντιμετώπισή του.

Διαψεύδουν τις κατασχέσεις

Σύμφωνα με καταγγελίες των περιοίκων, τα συνεργεία του Δήμου Αθηναίων με τη συνοδεία ανδρών της Δημοτικής Αστυνομίας σε πολλές περιπτώσεις δεν βρήκαν τους ίδιους τους άστεγους παρά μόνο τα προσωπικά τους αντικείμενα (κουβέρτες, ρούχα κτλ) τα οποία και κατέσχεσαν.

Τις καταγγελίες αυτές διαψεύδει πάντως ο αντιδήμαρχος Ανδρέας Παπαδάκης και τονίζει πως πράγματι οι άστεγοι εκδιώχθηκαν αλλά δεν έχει κατασχεθεί το παραμικρό. “Εξάλλου και οι υπάλληλοι της Δημοτικής Αστυνομίας φοβούνται να πιάσουν τα ρούχα και τα σκεπάσματα αυτά, για τον κίνδυνο μετάδοσης ασθενειών”, λέει χαρακτηριστικά. Πάντως οι περίοικοι και οι ίδιοι οι άστεγοι επιμένουν στην καταγγελία για τις κατασχέσεις ενώ μία άστεγη γυναίκα φέρεται να έχει χάσει και τα χαρτιά της τα οποία ήταν μέσα στα υπόλοιπα προσωπικά της αντικείμενα που “έκαναν φτερά”».

πηγή φωτογραφίας: filopappou.wordpress.com

Για να δούμε τι καταλάβαμε εμείς:

Ο δήμος Αθηναίων το πρωί της Παρασκευής έστησε στου Φιλοπάππου την επιχείρηση Καθαρά -με όλη τη σημασία της λέξης- Δευτέρα. Συντονιστής και δημόσιος υπερασπιστής της κίνησης αυτής ο αντιδήμαρχος καταστημάτων και ασφάλειας της πόλης, που στην αρμοδιότητά του υπάγεται η διεύθυνση της δημοτικής αστυνομίας και η διεύθυνση αδειών καταστημάτων και θεαμάτων, Ανδρέας Παπαδάκης (και όχι γενικά και αόριστα, αντιδήμαρχος…).

[Μία μικρή παρένθεση εδώ: οι αντιλήψεις και ο ρόλος του συγκεκριμένου τύπου δεν είναι άγνωστα σε όσους δραστηριοποιούνται δημόσια σε αυτές εδώ τις γειτονιές. Έχουμε βρεθεί απέναντί του σε διάφορες στιγμές αγώνα, από την κατάληψη του πολιτιστικού κέντρου του δήμου Αθηναίων στα Άνω Πετράλωνα (κατά τη διάρκεια της εξέγερσης τον Δεκέμβρη του 2008), μέχρι τις λαϊκές συνελεύσεις και δράσεις για τα τραπεζοκαθίσματα και την υπεράσπιση των δημόσιων χώρων στο Θησείο].

Συνεχίζουμε. Μεθαύριο, λόγω ημέρας, ο λόφος θα αποτελέσει τη βιτρίνα του δήμου των Αθηναίων (ενός δήμου, ο οποίος όλες τις υπόλοιπες ημέρες του χρόνου αδιαφορεί πλήρως για την κατάσταση του λόφου). Και αυτή η βιτρίνα πρέπει να είναι ευπρεπής, να δείχνει το ενδιαφέρον και το έργο του δημάρχου (εξάλλου σε κάποιους μήνες πλησιάζουν και οι δημοτικές εκλογές), τα «μιάσματα» πρέπει να εξαφανιστούν. Και στη συγκεκριμένη περίπτωση «μίασμα» αποτελούν οι άστεγοι που βρίσκουν καταφύγιο σε διάφορες γωνιές του λόφου.

Έσκασαν, λοιπόν, οι δημοτόμπατσοι με τον Παπαδάκη και ανέλαβαν δράση. Όπου δε βρήκαν τους άστεγους μάζεψαν τις κουβέρτες και τα ρούχα τους, τα οποία τώρα μάλλον θα βρίσκονται σε κάποια χωματερή. Οι δημοτικές αρχές αρνούνται ότι προέβησαν σε κατάσχεση πραγμάτων με το εξής επιχείρημα: «Εξάλλου και οι υπάλληλοι της Δημοτικής Αστυνομίας φοβούνται να πιάσουν τα ρούχα και τα σκεπάσματα αυτά, για τον κίνδυνο μετάδοσης ασθενειών». Ενώ στους ανθρώπους που βρήκαν και μάζεψαν δεν άσκησαν κανενός είδους βία επάνω τους οι δημοτόμπατσοι, τους είπαν εξ’ αποστάσεως «περάστε από εδώ» και εκείνοι ακολούθησαν!

Και κάποια ακόμη σχόλια:

«Ο αρμόδιος αντιδήμαρχος Ανδρέας Παπαδάκης (…) υποστηρίζει υπήρχε κίνδυνος εκδήλωσης φωτιάς στο πάρκο του Φιλοπάππου ενώ συνεχή ήταν και τα παράπονα των κατοίκων».

Καταρχήν ο Φιλοπάππου είναι λόφος, όχι (αρχαιολογικό) πάρκο, όπως φαντασιώνονται διάφοροι, για λόγους γνωστούς.

Κίνδυνος εκδήλωσης φωτιάς… Μάλιστα, χειμωνιάτικα… Όσοι δεν έχουν μνήμη χρυσόψαρου θυμούνται ότι οι πραγματικές φωτιές από τις οποίες κινδύνεψε ο λόφος ήταν αυτές που έβαλαν οι εργολάβοι τον Ιούλιο του 2003 (8 μέσα σε 10 ημέρες), ως απαραίτητη συνδρομή στα έργα ανάπλασης. Και για του λόγου το αληθές, ρίξτε μία ματιά στην παρακάτω αφίσα:

Ακόμη, μέσα από τη συχνή συναναστροφή με αυτούς τους ανθρώπους, θυμόμαστε να μην έχουν ενοχλήσει ποτέ κανέναν, να ανταλλάσουμε μία καλημέρα και μία φιλική κουβεντούλα, θυμόμαστε κατά καιρούς κάποιους να τους δίνουν ένα πιάτο φαΐ και κάποιους άλλους να έχουν παραχωρήσει σε κάποιον από αυτούς το σπιτάκι/αποθηκούλα που βρίσκεται πλάι στην εκκλησία του Λουμπαρδιάρη.

Το ζήτημα είναι απλό. Δεν είναι η πρώτη φορά, κάθε χρόνο πριν την Καθαρά Δευτέρα οι δημοτικές αρχές, αντιλαμβανόμενες το λόφο ωσάν τη βιτρίνα τους, αποφασίζουν να τη μακιγιάρουν λίγο (ενώ όλο τον υπόλοιπο χρόνο ο λόφος  μαραζώνει από την εγκατάλειψη, τις καταπατήσεις και την ιδιοκτησιακή λογική των αρχαιολόγων). Οι άστεγοι αποτέλεσαν το πρόβλημα φέτος. Κάποια χρόνια πριν ήταν οι κάτοικοι που αγωνίζονταν και αγωνίζονται ενάντια στην εμπορευματοποίηση και τον έλεγχο του λόφου.

Τέλος, μπορεί για τους δικούς της αντιπολιτευτικούς λόγους η δημοτική σύμβουλος της «Ανοιχτής Πόλης» να προσωποποιεί το ζήτημα και να ζητά από τον Κακλαμάνη  «να σκύψει με πραγματικό ενδιαφέρον πάνω από ένα υπαρκτό πρόβλημα», ωστόσο εμείς θα θέσουμε έναν γενικότερο προβληματισμό: μήπως η συγκεκριμένη αντιμετώπιση αυτών των ανθρώπων αποτελεί ακόμη μία κουκίδα στο ψηφιδωτό της αποσύνθεσης και παρακμής του κράτους πρόνοιας και της ενίσχυσης του κράτους ασφάλειας; Λέμε, μήπως; Γιατί, όποιος θέλει να το δει, όσο παρατείνεται η περίοδος της «κρίσης», οι από κάτω, οι εκμεταλλευόμενοι και οι αποκλεισμένοι γίνονται αντιληπτοί σα σκουπίδια, ενώ τα σώματα ασφαλείας ενισχύονται υλικά, θεσμικά και οικονομικά.

εικόνες από τα μετ’ όπισθεν


Το σύστημα παθαίνει κρίσεις, ας κρίνουμε το σύστημα.

Προβολή βίντεο σήμερα το απόγευμα, στις 8, στην κατάληψη του ΠΙΚΠΑ στα Άνω Πετράλωνα. Μέρες οικονομικής κρίσης και το βιντεάκι της «Λέσχης ισοπεδωτών» για το κραχ του 1929 είναι όχι μόνο επίκαιρο αλλά και καλή αφορμή για συζήτηση.