Μικροφωνική – Συγκέντρωση στον σταθμό ΗΣΑΠ Καλλιθέας ενάντια στον σύγχρονο ολοκληρωτισμό και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης το Σάββατο 31/5 στις 12:00
αντι-εκλογική αφίσα που κολλήθηκε στις γειτονιές μας
Πάρτυ Οικονομικής Ενίσχυσης για τα δικαστικά έξοδα συντρόφων
Για την Εργατική Πρωτομαγιά
Το Σικάγο στα τέλη του 19ου αιώνα αποτελούσε σημείο αναφοράς για το ταξικό, επαναστατικό κίνημα. Η συγκέντρωση μεταναστών από την Ευρώπη κα η ανάπτυξη της βιομηχανίας σε συνδυασμό με την παρουσία ηγετικών μορφών του συνδικαλιστικού και αναρχικού κινήματος δημιούργησαν μια εκρηκτική συνθήκη. Οι απεργίες, οι συγκρούσεις, οι επιθέσεις της αστυνομίας στους απεργούς, οι μισθωμένοι μπράβοι από τους βιομηχάνους και οι απαντήσεις από την πλευρά των εργατών αποτελούσαν συνηθισμένα επεισόδια στον ταξικό πόλεμο που διεξαγόταν καθημερινά με όλο και πιο σκληρούς όρους. Η υπεροψία των βιομηχάνων είχε φτάσει σε τέτοιο σημείο που θεωρούσαν τους εαυτούς τους απόλυτους άρχοντες στην ίδια τη ζωή των μισθωτών (πλέον) σκλάβων τους. Χαρακτηριστικό αυτής της κατάστασης αποτελεί η άρνησή τους να εφαρμόσουν την απόφαση του νομοθετικού σώματος από το 1867 για οχτάωρη εργασία.
Σε μια τέτοια συνθήκη λοιπόν γινόταν ξεκάθαρη, με τον πιο διαυγή τρόπο, η αυταπάτη επίλυσης των προβλημάτων μέσω των θεσμικών οδών ενώ και οι προσπάθειες των γραφειοκρατών συνδικαλιστών για διαμεσολάβηση και μονομερή κατάπαυση των εχθροπραξιών έπεφταν στο κενό. Με αποτέλεσμα το σύνολο των εργατών να συνειδητοποιήσει πως η υπεράσπιση των συμφερόντων τους μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο με την υιοθέτηση πραγματικά ριζοσπαστικών πρακτικών, με τη διεξαγωγή ακυδεμόνευτών αγώνων αλλά και μέσω της σύνδεσης ενός επιμέρους αιτήματος, όπως ήταν το αίτημα για 8ωρη εργασία, με το συνολικό όραμα ανατροπής του καπιταλισμού.
Οι αναρχικοί είχαν έντονη παρουσία και βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή όχι μόνο στους αγώνες αλλά στην οργάνωση των σωματείων. Σαφώς δεν ήταν μόνο αυτοί, οι οποίοι πλήρωσαν τη συμμετοχή τους στην εξέγερση του Σικάγο. Όμως δεν είναι τυχαίο ότι όλοι οι συλληφθέντες ήταν αναρχικοί μιας και αυτοί υπήρξαν το κομμάτι εκείνο των εξεγερμένων, το οποίο εκτός από τα μερικά αιτήματα πρότασσε τη βίαιη πάλη αλλά και τη σύνδεση των μερικών αιτημάτων με τον τελικό σκοπό, που δεν ήταν άλλος από την κοινωνική απελευθέρωση.
Έτσι, οι καταπιεστές επέλεξαν να καταδικάσουν τους οκτώ (Σπάιζ, Φήλντεν, Σουώμπ, Άντολφ Φίσερ, Τζωρτζ Ένγκελς. Λούις Λινγκ, Όσκαρ Νημπ, Πάρσονς), προς παραδειγματισμό των υπόλοιπων αγωνιστών, αλλά ταυτόχρονα υποχρεώθηκαν να υποχωρήσουν σταδιακά στα μερικά αιτήματα των εργατών, ώστε να αποφύγουν την επανάληψη γεγονότων σαν αυτά της Πρωτομαγιάς του 1886. Χαρακτηριστική είναι η αγόρευση του πολιτειακού εισαγγελέα Γκρίνελ: “Δικάζεται ο Νόμος. Δικάζεται η Αναρχία. Οι άνθρωποι αυτοί διαλέχτηκαν από τους ενόρκους και θεωρήθηκαν ένοχοι γιατί ήταν ηγέτες. Δεν είναι περισσότερο ένοχοι απ’ ότι οι χιλιάδες που τους ακολουθούν. Κύριοι ένορκοι, καταδικάστε τους, κάντε τους παράδειγμα προς αποφυγήν, κρεμάστε τους και θα σώσετε τους θεσμούς μας, την κοινωνία μας”.
Διαβάζοντας κανείς τα γεγονότα που είχαν σαν αποτέλεσμα να κερδηθεί ο αγώνας για το 8ωρο αλλά και να καθιερωθεί η 1η Μάη ως μέρα μνήμης για την εργατική τάξη αντιλαμβάνεται πως τα συμπεράσματα που βγαίνουν εξακολουθούν και παραμένουν επίκαιρα. 128 χρόνια μετά βρισκόμαστε στο σημείο μια διαρκούς υποχώρησης από την πλευρά μας. Ο απονευρωμένος, βολεμένος, συντεχνιακός και πολλές φορές φιλοεργοδοτικός συνδικαλισμός αποτελεί το πιο πρόσφορο έδαφος για να επιτεθούν τα αφεντικά με όλες τους τις δυνάμεις. Ιδιαίτερα στην ελληνική καπιταλιστική πραγματικότητα, ακόμα και το 8ωρο θεωρείται παρελθούσα συνθήκη. Η ανεργία καλπάζει και στην πραγματικότητα ξεπερνάει το ¼ του εργατικού δυναμικού, ο επισφαλώς εργαζόμενος με τα ελαστικά ωράρια, την ανασφάλιστη εργασία και τη διαρκή απειλή της απόλυσης είναι η πλέον κλασική φιγούρα της εργατικής τάξης, και την ίδια στιγμή μισθοί, συντάξεις, επιδόματα και άδειες πετσοκόβονται με ταχείς ρυθμούς.
Η ανάγκη συνολικής αναδιάρθρωσης του καπιταλιστικού συστήματος κάνει πλέον περιττό το διαμεσολαβητικό ρόλο των γραφειοκρατών συνδικαλιστών και κατακτήσεις που κερδήθηκαν με αίμα χάνονται καθημερινά. Το τριτοβάθμιο συνδικαλιστικό όργανο των συνδικάτων, η ΓΣΣΕ δηλαδή, υπάρχει μονάχα για να δικαιολογεί την ύπαρξη των πιο πρόσφατων μοντέλων εκμετάλλευσης που έχουν δημιουργηθεί, αυτά των επισφαλών, ενοικιαζόμενων και «ωφελούμενων», υπογράφοντας πολλές φορές συμβάσεις με εργολάβους ως άλλος εργοδότης. Τα Εργατικά Κέντρα παίζουν διακοσμητικό ρόλο ενώ τα πρωτοβάθμια σωματεία, στις περισσότερες περιπτώσεις έχουν μετατραπεί σε σωματεία-σφραγίδες. Όπως είναι προφανές, ο απονεκρωμένος συνδικαλισμός δεν μπορεί να αποτελέσει ανάχωμα αλλά αντιθέτως ο σφετερισμός της έννοιας του συνδικαλισμού από τους γραφειοκράτες εργατοπατέρες απογοητεύει και απομακρύνει τους εργαζόμενους από την προοπτική να οργανωθούν. Σε αντιδιαστολή με τις εθιμοτυπικές απεργίες και με τα παζάρια που κάνουν οι εργατοπατέρες υπάρχουν και οι περιπτώσεις όπου συλλογικότητες από ένα ευρύ φάσμα του ανταγωνιστικού κινήματος συναντιούνται και συνδιοργανώνουν κινήσεις επιθετικές προς το κράτος και τα αφεντικά. Όλο και πιο συχνά οι από τα κάτω διεξάγουν μάχες με όρους νίκης και καταφέρνουν να αναγκάσουν τα αφεντικά σε υποχώρηση. Αγώνες που δώθηκαν στο χώρο του βιβλίου, στον κλάδο των courier, του επισητισμού, στα τηλεφωνικά κέντρα αλλά και στα προγράμματα της περίφημης πλέον “κοινωφελούς εργασίας” εμπνέουν και δείχνουν το δρόμο για την όξυνση του ταξικού πολέμου από την πλευρά μας. Η μακρά διάρκεια και η ανυποχώρητη στάση χαρακτηρίζουν πλέον τους αγώνες που δίνονται, τα παραδείγματα των απολυμένων στα Metropolis, η αντιπαράθεση με την ACS courier, η μάχη που δίνουν οι καθαρίστριες έξω από το υπουργείο οικονομικών και η σύγκρουση που διεξάγεται για την υπεράσπιση του δικαιώματος στην κυριακάτικη αργία αποδεικνύουν πως απέναντι στο συνδικαλισμό της γραφειοκρατίας και της διαχείρισης αναπτύσεται διαρκώς ένα συνδικαλιστικό κίνημα βάσης ενώ ταυτόγχρονα η ταξική σύγκρουση αποκτά όλο και πιο ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά. Για εμάς, ως αναρχικοί, ο ταξικός πόλεμος διεξάγεται σε κάθε πεδίο της ζωής μας και πρέπει να τον οξύνουμε διαρκώς. προτάσσουμε τη ρήξη απέναντι
σε κάθε λογική χειραγώγησης, την αντίσταση και το σαμποτάζ στους σχεδιασμούς του κράτους και των αφεντικών, την αλληλεγγύη των ντόπιων και ξένων προλετάριων, εργατών και ανέργων. Κόντρα στην εξατομίκευση που προωθεί τη συναίνεση στα σχέδια των αφεντικών προτάσσουμε την αυτοοργάνωση των αντιστάσεων μέσα στους χώρους δουλειάς, σε κάθε κοινωνικό χώρο, στους δρόμους…
Για την Εργατική Πρωτομαγιά
Το Σικάγο στα τέλη του 19ου αιώνα αποτελούσε σημείο αναφοράς για το ταξικό, επαναστατικό κίνημα. Η συγκέντρωση μεταναστών από την Ευρώπη κα η ανάπτυξη της βιομηχανίας σε συνδυασμό με την παρουσία ηγετικών μορφών του συνδικαλιστικού και αναρχικού κινήματος δημιούργησαν μια εκρηκτική συνθήκη. Οι απεργίες, οι συγκρούσεις, οι επιθέσεις της αστυνομίας στους απεργούς, οι μισθωμένοι μπράβοι από τους βιομηχάνους και οι απαντήσεις από την πλευρά των εργατών αποτελούσαν συνηθισμένα επεισόδια στον ταξικό πόλεμο που διεξαγόταν καθημερινά με όλο και πιο σκληρούς όρους. Η υπεροψία των βιομηχάνων είχε φτάσει σε τέτοιο σημείο που θεωρούσαν τους εαυτούς τους απόλυτους άρχοντες στην ίδια τη ζωή των μισθωτών (πλέον) σκλάβων τους. Χαρακτηριστικό αυτής της κατάστασης αποτελεί η άρνησή τους να εφαρμόσουν την απόφαση του νομοθετικού σώματος από το 1867 για οχτάωρη εργασία.
Σε μια τέτοια συνθήκη λοιπόν γινόταν ξεκάθαρη, με τον πιο διαυγή τρόπο, η αυταπάτη επίλυσης των προβλημάτων μέσω των θεσμικών οδών ενώ και οι προσπάθειες των γραφειοκρατών συνδικαλιστών για διαμεσολάβηση και μονομερή κατάπαυση των εχθροπραξιών έπεφταν στο κενό. Με αποτέλεσμα το σύνολο των εργατών να συνειδητοποιήσει πως η υπεράσπιση των συμφερόντων τους μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο με την υιοθέτηση πραγματικά ριζοσπαστικών πρακτικών, με τη διεξαγωγή ακυδεμόνευτών αγώνων αλλά και μέσω της σύνδεσης ενός επιμέρους αιτήματος, όπως ήταν το αίτημα για 8ωρη εργασία, με το συνολικό όραμα ανατροπής του καπιταλισμού.
Οι αναρχικοί είχαν έντονη παρουσία και βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή όχι μόνο στους αγώνες αλλά στην οργάνωση των σωματείων. Σαφώς δεν ήταν μόνο αυτοί, οι οποίοι πλήρωσαν τη συμμετοχή τους στην εξέγερση του Σικάγο. Όμως δεν είναι τυχαίο ότι όλοι οι συλληφθέντες ήταν αναρχικοί μιας και αυτοί υπήρξαν το κομμάτι εκείνο των εξεγερμένων, το οποίο εκτός από τα μερικά αιτήματα πρότασσε τη βίαιη πάλη αλλά και τη σύνδεση των μερικών αιτημάτων με τον τελικό σκοπό, που δεν ήταν άλλος από την κοινωνική απελευθέρωση.
Έτσι, οι καταπιεστές επέλεξαν να καταδικάσουν τους οκτώ (Σπάιζ, Φήλντεν, Σουώμπ, Άντολφ Φίσερ, Τζωρτζ Ένγκελς. Λούις Λινγκ, Όσκαρ Νημπ, Πάρσονς), προς παραδειγματισμό των υπόλοιπων αγωνιστών, αλλά ταυτόχρονα υποχρεώθηκαν να υποχωρήσουν σταδιακά στα μερικά αιτήματα των εργατών, ώστε να αποφύγουν την επανάληψη γεγονότων σαν αυτά της Πρωτομαγιάς του 1886. Χαρακτηριστική είναι η αγόρευση του πολιτειακού εισαγγελέα Γκρίνελ: “Δικάζεται ο Νόμος. Δικάζεται η Αναρχία. Οι άνθρωποι αυτοί διαλέχτηκαν από τους ενόρκους και θεωρήθηκαν ένοχοι γιατί ήταν ηγέτες. Δεν είναι περισσότερο ένοχοι απ’ ότι οι χιλιάδες που τους ακολουθούν. Κύριοι ένορκοι, καταδικάστε τους, κάντε τους παράδειγμα προς αποφυγήν, κρεμάστε τους και θα σώσετε τους θεσμούς μας, την κοινωνία μας”.
Διαβάζοντας κανείς τα γεγονότα που είχαν σαν αποτέλεσμα να κερδηθεί ο αγώνας για το 8ωρο αλλά και να καθιερωθεί η 1η Μάη ως μέρα μνήμης για την εργατική τάξη αντιλαμβάνεται πως τα συμπεράσματα που βγαίνουν εξακολουθούν και παραμένουν επίκαιρα. 128 χρόνια μετά βρισκόμαστε στο σημείο μια διαρκούς υποχώρησης από την πλευρά μας. Ο απονευρωμένος, βολεμένος, συντεχνιακός και πολλές φορές φιλοεργοδοτικός συνδικαλισμός αποτελεί το πιο πρόσφορο έδαφος για να επιτεθούν τα αφεντικά με όλες τους τις δυνάμεις. Ιδιαίτερα στην ελληνική καπιταλιστική πραγματικότητα, ακόμα και το 8ωρο θεωρείται παρελθούσα συνθήκη. Η ανεργία καλπάζει και στην πραγματικότητα ξεπερνάει το ¼ του εργατικού δυναμικού, ο επισφαλώς εργαζόμενος με τα ελαστικά ωράρια, την ανασφάλιστη εργασία και τη διαρκή απειλή της απόλυσης είναι η πλέον κλασική φιγούρα της εργατικής τάξης, και την ίδια στιγμή μισθοί, συντάξεις, επιδόματα και άδειες πετσοκόβονται με ταχείς ρυθμούς.
Η ανάγκη συνολικής αναδιάρθρωσης του καπιταλιστικού συστήματος κάνει πλέον περιττό το διαμεσολαβητικό ρόλο των γραφειοκρατών συνδικαλιστών και κατακτήσεις που κερδήθηκαν με αίμα χάνονται καθημερινά. Το τριτοβάθμιο συνδικαλιστικό όργανο των συνδικάτων, η ΓΣΣΕ δηλαδή, υπάρχει μονάχα για να δικαιολογεί την ύπαρξη των πιο πρόσφατων μοντέλων εκμετάλλευσης που έχουν δημιουργηθεί, αυτά των επισφαλών, ενοικιαζόμενων και «ωφελούμενων», υπογράφοντας πολλές φορές συμβάσεις με εργολάβους ως άλλος εργοδότης. Τα Εργατικά Κέντρα παίζουν διακοσμητικό ρόλο ενώ τα πρωτοβάθμια σωματεία, στις περισσότερες περιπτώσεις έχουν μετατραπεί σε σωματεία-σφραγίδες. Όπως είναι προφανές, ο απονεκρωμένος συνδικαλισμός δεν μπορεί να αποτελέσει ανάχωμα αλλά αντιθέτως ο σφετερισμός της έννοιας του συνδικαλισμού από τους γραφειοκράτες εργατοπατέρες απογοητεύει και απομακρύνει τους εργαζόμενους από την προοπτική να οργανωθούν. Σε αντιδιαστολή με τις εθιμοτυπικές απεργίες και με τα παζάρια που κάνουν οι εργατοπατέρες υπάρχουν και οι περιπτώσεις όπου συλλογικότητες από ένα ευρύ φάσμα του ανταγωνιστικού κινήματος συναντιούνται και συνδιοργανώνουν κινήσεις επιθετικές προς το κράτος και τα αφεντικά. Όλο και πιο συχνά οι από τα κάτω διεξάγουν μάχες με όρους νίκης και καταφέρνουν να αναγκάσουν τα αφεντικά σε υποχώρηση. Αγώνες που δώθηκαν στο χώρο του βιβλίου, στον κλάδο των courier, του επισητισμού, στα τηλεφωνικά κέντρα αλλά και στα προγράμματα της περίφημης πλέον “κοινωφελούς εργασίας” εμπνέουν και δείχνουν το δρόμο για την όξυνση του ταξικού πολέμου από την πλευρά μας. Η μακρά διάρκεια και η ανυποχώρητη στάση χαρακτηρίζουν πλέον τους αγώνες που δίνονται, τα παραδείγματα των απολυμένων στα Metropolis, η αντιπαράθεση με την ACS courier, η μάχη που δίνουν οι καθαρίστριες έξω από το υπουργείο οικονομικών και η σύγκρουση που διεξάγεται για την υπεράσπιση του δικαιώματος στην κυριακάτικη αργία αποδεικνύουν πως απέναντι στο συνδικαλισμό της γραφειοκρατίας και της διαχείρισης αναπτύσεται διαρκώς ένα συνδικαλιστικό κίνημα βάσης ενώ ταυτόγχρονα η ταξική σύγκρουση αποκτά όλο και πιο ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά. Για εμάς, ως αναρχικοί, ο ταξικός πόλεμος διεξάγεται σε κάθε πεδίο της ζωής μας και πρέπει να τον οξύνουμε διαρκώς. προτάσσουμε τη ρήξη απέναντι
σε κάθε λογική χειραγώγησης, την αντίσταση και το σαμποτάζ στους σχεδιασμούς του κράτους και των αφεντικών, την αλληλεγγύη των ντόπιων και ξένων προλετάριων, εργατών και ανέργων. Κόντρα στην εξατομίκευση που προωθεί τη συναίνεση στα σχέδια των αφεντικών προτάσσουμε την αυτοοργάνωση των αντιστάσεων μέσα στους χώρους δουλειάς, σε κάθε κοινωνικό χώρο, στους δρόμους…
Μικροφωνική παρέμβαση για την Κυριακάτικη Αργία
2ο Χιπ Χοπ καφενείο το Σάββατο 3/5 στις 19:00!
Χιπ-Χοπ καφενείο στο στέκι!
Όσον αφορά τη δημοσιοποίηση σε ΜΜΕ ονομάτων συντρόφων/ ισσών σε σχέση με την επίθεση στο στέκι Αντίπνοια.
Στις 21/2 δημοσιεύεται στη zougla.gr απόσπασμα από το πόρισμα των δύο ανακριτριών, Ιωάννα Κλάπα και Μαρία Δημητριάδη, που έχουν αναλάβει την υπόθεση “ χρυσή αυγή : εγκληματική οργάνωση”. Η δημοσίευση του πορίσματος ξεκίνησε από το vima.gr από όπου το πήραν και αναπαρήγαγαν κομμάτια του στη zougla.gr αλλά και στην εφημερίδα των συντακτών. Στo συγκεκριμένo άρθρο αναφέρεται το όνομα της συντρόφιsσας Κ.Γ., μίας από τα τέσσερα άτομα που βρίσκονταν στο στέκι τον Ιούνιο του 2008 όταν δέχτηκε επίθεση από ένα τάγμα εφόδου της χρυσής αυγής.
Δεν μας εκπλήσσει η ευκολία που έχουν οι κάθε λογής δημοσιογραφίσκοι και λοιπά τσιράκια των αφεντικών των ΜΜΕ να δημοσιοποιούν και να εκθέτουν προσωπικά στοιχεία αγωνιστών και αγωνιστριών.
Όπως αναφέρουν άλλωστε οι τέσσερις σύντροφοι και συντρόφισσες σε κείμενο τους λίγες μέρες μετά τη δημοσιοποίηση:
«…η zougla.gr και ο δημοσιογραφίσκος Δ.Κ (ο ίδιος φρόντισε να διατηρήσει την ανωνυμία του) δημοσίευσε το όνομα και το επίθετο ενός από εμάς. Η άμεση αντίδραση μας είχε ως αποτέλεσμα την απόσυρση του ονόματος και την αντικατάσταση του με την λέξη ”μάρτυρας”. Παρόλα αυτά η δημοσιοποίηση προσωπικών δεδομένων είχε, για μια ακόμα φορά, πραγματοποιηθεί.
Φυσικά δεν είναι ούτε η πρώτη ούτε η μοναδική φόρα που δημοσιοποιούνται προσωπικά στοιχεία αγωνιστών. Η διαπόμπευση και η τρομοκράτηση είναι βασική στρατηγική των ΜΜΕ με σκοπό τον ”παραδειγματισμό” και την καταστολή-εκφοβισμό του αγωνιζόμενου κόσμου. Σε ότι μας αφορά δεν κρυβόμαστε και υπερασπιζόμαστε την πολιτική μας ταυτότητα με κάθε κόστος…».
Στη συγκεκριμένη περίπτωση προκαλεί εντύπωση πως αυτοί που εκτίθενται δεν είναι όπως συνηθίζουν τα ΜΜΕ, οι κατηγορούμενοι αλλά οι κατήγοροι. Φαίνεται τελικά πως αυτό που έχει σημασία για να επιλέξουν την έκθεσή σου ή μη είναι η πολιτική σου ταυτότητα. Όταν δεν είσαι τίποτα περισσότερο από ένας μαχαιροβγάλτης, ένα ανθρωποειδές που επιτελείς την ατζέντα της εξουσίας τότε μένεις στο απυρόβλητο. Για αυτό και δεν αναφέρονται πουθενά τα ονόματα του Β. Σιατούνη και Α. Στράτου.
Τα ΜΜΕ αδιάλειπτα, ως κεντρικός μηχανισμός προπαγάνδας του κράτους, εξυπηρετούν τα συμφέροντα και τους σχεδιασμούς του, επιχειρώντας να διαμορφώσουν τις συνειδήσεις της κοινωνίας, προωθώντας της τα πλέον συντηρητικά αντανακλαστικά -κοινωνικού αυτοματισμού και κανιβαλισμού-, τρομοκρατώντας της, συκοφαντώντας αγώνες και αγωνιστές/στριες, διαστρεβλώνοντας την πραγματικότητα, αποσιωπώντας γεγονότα, αποκρύπτοντας ότι ο πραγματικός της εχθρός είναι το κράτος και ο καπιταλισμός που ως μόνο στόχο έχουν την υποταγή της.
Ας μην ξεχνάμε και την στάση των ΜΜΕ απέναντι στην δολοφονία του αντιφασίστα Παύλου Φύσσα στις 18 Σεπτέμβρη από τους φασίστες. Εκεί υιοθετούν σύσσωμοι, οι μηχανισμοί προπαγάνδας μια πρόσκαιρη και υποτιθέμενη αντιφασιστική ρητορική. Αυτό εξηγείται από το ότι στόχοι του συστήματος στην συγκεκριμένη συγκυρία ήταν να προλάβει την έκφραση της κοινωνικής οργής, να φανεί ο μόνος εγγυητής της ομαλότητας και ρυθμιστής των αναταραχών αλλά και να διευθετήσει τους εσωτερικούς του ανταγωνισμούς ώστε να θωρακίσει την κυριαρχία του. Έτσι τα ΜΜΕ σύμφυτα με τους κρατικούς σχεδιασμούς καπηλεύτηκαν την δολοφονία του Π. Φύσσα επιχειρώντας να απονοηματοδοτήσουν τον αντιφασισμό των από τα κάτω και να αποπροσανατολίσουν την κοινωνία από το ότι η πηγή του φασισμού είναι η ίδια η ύπαρξη του κράτους και του κεφαλαίου.
Όσων αφορά εμάς:
Το θέμα δεν είναι μόνο πως κατ’ αρχήν είναι εξοργιστικό να βλέπουμε τα όνοματά μας να φιγουράρουν σε site και εφημερίδες, δίνοντας έδαφος για τη στοχοποίησή μας επειδή είμαστε αναρχικοί αγωνιστές από τον οποιοδήποτε που μπορεί να λάβει γνώση των στοιχείων που δημοσιεύονται. Γνωρίζουμε πολύ καλά τους κινδύνους που έχουμε να αντιμετωπίσουμε όταν αντιπαρατιθόμαστε ανοιχτά απέναντι σε κράτος και κεφάλαιο και όλων των κατασταλτικών, παρακρατικών και προπαγανδιστικών μηχανισμών του, εμποδίζοντας τα σχέδιά τους, και κόντρα στα συμφέροντά τους. Δεν τρέφουμε ούτε αυταπάτες, ούτε ψευδαισθήσεις πως θα μας αφήσουν ήσυχους, ούτε το επιθυμούμε εν τέλει. Δεν παίζουμε, δεν περνάμε την ώρα μας, ασχολούνται μαζί μας επειδή πραγματικά τους βάζουμε εμπόδια. Τα προτάγματα της κοινωνικής επανάστασης, της αυτοδιεύθυνσης, της αυτοοργάνωσης, της συλλογικοποίησης που έρχονται κόντρα στην εξουσία τους, βρίσκουν ερίσματα στην κοινωνία, και αυτό τους εξοργίζει.
Μας δίνουν αφορμή να βγούμε να ξανά-μιλήσουμε. Εμείς για εμάς, μια που αναπαραγάγουν όσα έχουμε πει, αποκρύπτοντας την πολιτική μας ταυτότητα και διαχέοντας στην κοινωνία μια συγκεκριμένη εικόνα μας –αυτή των θυμάτων. Αποκρύπτοντας το κυριότερο, το γιατί γίναμε στόχος των φασιστών.
Είναι για τη θέση που παίρνουμε στον κοινωνικό-ταξικό πόλεμο που διεξάγεται καθημερινά. Είναι γιατί αγωνιζόμαστε ενάντια σε κράτος και κεφάλαιο. Ενάντια στην εκμετάλλευση και στην καταπίεση. Ενάντια σε αυτούς που επιβάλλουν τους διαχωρισμούς, τις ανισότητες, την εξαθλίωση και την φτωχοποίηση. Ενάντια σε αυτούς που απομυζούν τις ζωές μας, καταπατούν τις ελευθερίες και την αξιοπρέπειά μας. Είναι γιατί στεκόμαστε αλληλέγγυοι στους καταπιεσμένους αυτού του κόσμου, Γι’ αυτό αποτελούμε διαρκή στόχο όχι μόνο των παρακρατικών νεοναζιστικών ομάδων αλλά και των “επίσημων“ κατασταλτικών και προπαγάνδιστικών μηχανισμών του συστήματος. Και όταν μιλάμε με το εμείς δεν εννοούμε μόνο εμάς ως στέκι Αντίπνοια αλλά όλο τον αναρχικό χώρο, όλους τους αγωνιζόμενους και αγωνιζόμενες που συγκρούονται με τον καπιταλισμό.
Όσον αφορά τη συγκεκριμένη υπόθεση, από την πρώτη δίκη κάναμε σαφές πως δεν περιμένουμε από κανένα δικαστήριο να απονείμει δικαιοσύνη. Δεν αφήσαμε και δεν πρόκειται να αφήσουμε τους παρακρατικούς της χρυσής αυγής να έχουν παρουσία στα δικαστήρια. Δεν δεχόμαστε και δεν πρόκειται να δεχθούμε κανενός είδους υπεράσπιση από αυτούς που λίγο καιρό πριν παρουσίαζαν τους μαχαιροβγάλτες «σαν τα παιδιά με τα μαύρα» που μοιράζουν φαγητό και προστατεύουν γριούλες. Παιχνίδια στην πλάτη μας δεν πρόκειται να γίνουν ανεκτά και θα μας βρίσκουν διαρκώς απέναντί τους. Δεν πρόκειται να αφήσουμε η συγκεκριμένη υπόθεση να γίνει άλλο ένα πεδίο σπέκουλας από το κράτος, τα ΜΜΕ ή την καθεστωτική αριστερά.
Για εμάς ο αγώνας ενάντια στον φασισμό είναι αναπόσπαστο κομμάτι του συνολικότερου κοινωνικού – ταξικού αγώνα. Ο αντιφασισμός των από τα κάτω δεν τρέφει κρατικές αυταπάτες, διεξάγεται στους δρόμους, στους χώρους εργασίας, σε σχολεία, σχολές και γειτονιές με μαχητικό αυτοοργανωμένο, οριζόντιο τρόπο. Εκεί που συγκρούεται ο κόσμος της ισότητας, της ελευθερίας, της αλληλεγγύης με τον κόσμο της καταπίεσης και της εκμετάλλευσης.
ΑΓΩΝΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ
ΓΙΑ ΕΝΑ ΚΟΣΜΟ ΙΣΟΤΗΤΑΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΡΧΙΑ ΚΑΙ ΤΟΝ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟ
Μοτοπορεία στις γειτονιές μας, εν όψει της επερχόμενης δίκης για την επίθεση στο στέκι μας
Mοπορεία πραγματοποιήθηκε χθες 15/3 στις γειτονιές των Πετραλώνων, του Κουκακίου και του Θησείου εν όψει του Δικαστηρίου για την επίθεση στο Στέκι, με την συμμετοχή παραπάνω απο 40 δικύκλων. Πραγματοποιηθήκαν στάσεις σε κεντρικά σημεία των γειτονιών μας οπού και αναρτήθηκαν πανό (Παιδική Χαρά, Μετρό ΦΙξ – Κουκάκι, Πλ. Μερκούρη, στ. ΗΣΑΠ Πετραλώνων, πλ. Αγίας Αικατερίνης και πλ. Ηούς). Η πορεία κατέληξε στο Στέκι.
η κατάληξη της πορείας στο στέκι
Μοτοπορεία στις γειτονιές μας, εν όψει της επερχόμενης δίκης για την επίθεση στο στέκι μας
Mοπορεία πραγματοποιήθηκε χθες 15/3 στις γειτονιές των Πετραλώνων, του Κουκακίου και του Θησείου εν όψει του Δικαστηρίου για την επίθεση στο Στέκι, με την συμμετοχή παραπάνω απο 40 δικύκλων. Πραγματοποιηθήκαν στάσεις σε κεντρικά σημεία των γειτονιών μας οπού και αναρτήθηκαν πανό (Παιδική Χαρά, Μετρό ΦΙξ – Κουκάκι, Πλ. Μερκούρη, στ. ΗΣΑΠ Πετραλώνων, πλ. Αγίας Αικατερίνης και πλ. Ηούς). Η πορεία κατέληξε στο Στέκι.
η κατάληξη της πορείας στο στέκι